Η ενδοκοιλιακή αιμορραγία (intraventricular hemorrhage:IVH) αφορά την παρουσία αίματος εντός του κοιλιακού συστήματος του εγκεφάλου και είναι υπεύθυνη για σημαντική νοσηρότητα και θνητότητα λόγω της ανάπτυξης αποφρακτικής υδροκεφαλίας σε πολλούς ασθενείς.
Μπορεί να διακριθεί σε πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή, με την πρωτοπαθή αιμορραγία να είναι πολύ λιγότερο συχνή:
-πρωτοπαθής: το κυρίαρχο εύρημα είναι η παρουσία του αίματος στις κοιλίες.
-δευτεροπαθής: το κυρίαρχο εύρημα αφορά την εξωκοιλιακή εντόπιση της αιμορραγίας (π.χ. ενδοπαρεγχυματική ή υπαραχνοειδής) με δευτερεύουσα επέκταση στις κοιλίες του εγκεφάλου.
Στους ενήλικες η ενδοκοιλιακή αιμορραγία είναι συνήθως αποτέλεσμα της ενδοκοιλιακής επέκτασης μιας ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας (πχ. υπερτασική αιμορραγία των βασικών γαγγλίων) ή μιας υπαραχνοειδούς αιμορραγίας (πχ. ρήξη ανευρύσματος). Πολύ συχνά είναι τραυματικής αιτιολογίας. Αφορά στο 1%-5% των κλειστών Κρανιοεγκεφαλικών Κακώσεων. Συνυπάρχει με άλλες βλάβες όπως αιμορραγίες του στελέχους, των βασικών γάγγλιων, διάχυτη αξονική βλάβη ή υπαραχνοειδή αιμορραγια. Προκαλείται από ρήξη των υπό-επενδυματικών φλεβών ή ρήξη αιμορραγίας των βασικών γαγγλίων ή του μεσολοβίου εντός του κοιλιακού συστήματος.
Η ενδοκοιλιακή αιμορραγία είναι μια ξεχωριστή οντότητα στην παιδιατρική και εξετάζεται χωριστά. Η κύρια αιτία της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας στα πρόωρα βρέφη, αντίθετα από ότι σε μεγαλύτερα βρέφη, παιδιά ή ενήλικες, σπάνια οφείλεται σε τραύμα. Αντίθετα, πιστεύεται ότι οφείλεται σε αλλαγές στην αιμάτωση των ευαίσθητων κυτταρικών δομών που υπάρχουν στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο, με επαυξημένο κίνδυνο από την ανωριμότητα του εγκεφαλικού κυκλοφορικού συστήματος, το οποίο είναι ιδιαίτερα ευάλωτο σε υποξική ισχαιμική εγκεφαλοπάθεια. Η έλλειψη ικανοποιητικής ροής του αίματος οδηγεί σε κυτταρικό θάνατο με επακόλουθο την διάσπαση των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων, οδηγώντας έτσι σε αιμορραγία. Ενώ αυτή καθ΄αυτή η αιμορραγία μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω ζημία, είναι η ίδια ένας δείκτης για τη ζημία που έχει ήδη συμβεί. Πιο συχνά ενδοκοιλιακές αιμορραγίες συμβαίνουν κατά τις πρώτες 72 ώρες μετά την γέννηση.
Υπάρχουν πολλές αιτίες ενδοκοιλιακής αιμορραγίας και καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί κανένα ενιαίο δημογραφικό στοιχείο, η κάθε υποκείμενη αιτιολογία συνεισφέρει με το δικό της τρόπο ως αναφορά στην επίπτωση στον πληθυσμό των ασθενών. Τούτου λεχθέντος, η δευτεροπαθής αιμορραγία είναι πολύ πιο κοινή και ως εκ τούτου κυρίαρχη δημογραφικά είναι εκείνη των ασθενών με ενδοπαρεγχυματική ή υπαραχνοειδή αιμορραγία: τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έτσι προσβάλλονται συνηθέστερα.
Μερικές από τις πιο κοινές αιτίες πρωτοπαθούς ενδοκοιλιακής αιμορραγίας σε ενήλικες είναι:
-ενδοκοιλιακοί όγκοι
-επενδύμωμα-όγκοι χοριοειδούς πλέγματος / ενδοκοιλιακές μεταστάσεις
-αγγειακές δυσπλασίες
-ανεύρυσμα (π.χ. τα ανευρύσματα της PICA έχουν την τάση να ρήγνυνται προς την 4η κοιλία)
-αρτηριοφλεβώδεις δυσπλασίες (AVM)
-υποεπενδυματικές σπηλαιώδεις αγγειακές δυσπλασίεςΚυριότερες αιτίες δευτεροπαθούς ενδοκοιλιακής αιμορραγίας είναι:
-ενδοεγκεφαλική αιμορραγία
-υπερτασική αιμορραγία, ειδικά των βασικών γαγγλίων αιμορραγία (κοινή)
-λοβιαία αιμορραγία
-υπαραχνοειδή αιμορραγία
Η κλινική παρουσίαση της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας (ανεξάρτητα από την αιτία της) είναι παρόμοια με εκείνη της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Οι ασθενείς βιώνουν αιφνίδια έναρξη σοβαρή κεφαλαλγία. Σημάδια μηνιγγισμού είναι επίσης παρόντα (φωτοφοβία, ναυτία/έμετος και δυσκαμψία στον αυχένα). Μεγαλύτερες αιμορραγίες μπορεί να οδηγήσουν σε απώλεια της συνείδησης, επιληπτικές κρίσεις, και συμπίεση του εγκεφαλικού στελέχους με καρδιοαναπνευστική ανακοπή και θάνατο.
Οι κύριες θεραπευτικές προσεγγίσεις της ενδοκοιλιακής αιμορραγίας μπορεί να διακριθούν σε δύο γενικές αρχές:
-θεραπεία της υποκείμενης αιτίας της αιμορραγίας (π.χ. ανεύρυσμα, AVM, όγκου κλπ)-θεραπεία της αποφρακτικής υδροκεφαλίας και μείωση της ενδοκράνιας πίεσης
Οι περισσότεροι ασθενείς θα απαιτήσουν μια προσωρινή εξωτερική κοιλιακή παροχέτευση και νοσηλεία σε ΜΕΘ. Ένας μεγάλος αριθμός των ασθενών θα απαιτήσει μια μόνιμη κοιλιοπεριτοναϊκή παροχετεύση (VP shunt).