Ο ημισπασμός προσώπου οφείλεται σε δυσλειτουργία του προσωπικού νεύρου (7η Κρανιακή συζυγία). Χαρακτηρίζεται από συχνές, ανώδυνες, ακούσιες συσπάσεις των μυών από την μια πλευρά του προσώπου. Τα συμπτώματα ξεκινούν συνήθως με μυϊκούς σπασμούς γύρω από το μάτι και στην συνέχεια επεκτείνονται και στο υπόλοιπο πρόσωπο. Πρώτη φορά περιγράφηκε από τον Gowers το 1884. Ο ημίσπασμος του προσώπου επηρεάζει όλες τις φυλές εξίσου. Ο επιπολασμός της είναι 9,8/100.000. Υπάρχει μια μικρή επικράτηση των γυναικών. Ο ιδιοπαθής ημίσπασμος του προσώπου αρχίζει συνήθως στην πέμπτη ή έκτη δεκαετία της ζωής. Η έναρξη του ημίσπασμου του προσώπου σε ασθενείς κάτω των 40 ετών είναι ασυνήθιστη και συχνά προαναγγέλλει μια υποκείμενη νευρολογική ασθένεια (π.χ., σκλήρυνση κατά πλάκας). Η αιτία του ημίσπασμου είναι συνήθως η νευροαγγειακή συμπίεση: οφείλεται στην πίεση που ασκεί ένα αιμοφόρο αγγείο, συνήθως η AICA-πρόσθια κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρία, η PICA-οπίσθια κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρία, και η Σπονδυλική Αρτηρία (κατά φθίνουσα σειρά συχνότητας) στο προσωπικό νεύρο. Το προσωπικό νεύρο νευρώνει τους μύες που ελέγχουν τις εκφράσεις του προσώπου (μιμικούς μύες).
Άλλες σπάνιες αιτίες ημίσπασμου (δευτεροπαθείς) έχουν αναφερθεί, συμπεριλαμβανομένων:
-χολοστεάτωμα
-σβάννωμα
-μηνιγγίωμα
-ενδοκρανιακό λίπωμα
-αρτηριοφλεβώδης δυσπλασία (AVM)
-σκλήρυνση κατά πλάκας (MS)
Είναι σημαντικός ο διαχωρισμός του ημίσπασμου προσώπου από μια άλλη πάθηση με παρόμοια κλινική εικόνα, η οποία λέγεται μυοκυμία προσώπου, η οποία όμως αναφέρεται σε ένα λεπτό δεσμιδικό τρόμο των μυών του προσώπου, συχνά με μια κυματοειδή εξάπλωση.
Η θεραπεία του σπασμού του ημιπροσώπου, μπορεί να είναι είτε συντηρητική/φαρμακευτική είτε, κυρίως, χειρουργική.
Η συντηρητική/φαρμακευτική θεραπεία, αφορά κυρίως τη χρήση αλλαντικής τοξίνης (botulinum neurotoxin) και αποτελεί την καθιερωμένη ιατρική προσέγγιση. Εμφανίζει χαμηλό κίνδυνο επιπλοκών- κυρίως βλεφαρόπτωση-αλλά τα αποτελέσματά της έχουν οριοθετημένο χρονικά χαρακτήρα. Οι εγχύσεις μπορούν μεν να σταματήσουν τους σπασμούς για αρκετούς μήνες, αλλά συνήθως χρειάζεται επανάληψη όταν επανέλθουν τα συμπτώματα.
H χειρουργική αντιμετώπιση φαίνεται να είναι η μόνη θεραπευτική μέθοδος του σπασμού του ημιπροσώπου. Ουσιαστικά βασίζεται στην μετακίνηση του υπεύθυνου αγγείου από το πάσχων νεύρο (μικροαγγειακή αποσυμπίεση) και εν’ συνεχεία στην τοποθέτηση ενός μικρού τεμαχίου σπόγγου, που λειτουργεί σαν μαξιλάρι μεταξύ του υπεύθυνου αγγείου και του πάσχοντος νεύρου.
Τα ποσοστά επιτυχίας είναι ιδιαίτερα υψηλά (85-90% των ασθενών εμφανίζουν πλήρη υποχώρηση των συμπτωμάτων τους). Η απώλεια ακοής στη σύστοιχη πλευρά της χειρουργικής επέμβασης, η παροδική ή και η μόνιμη παράλυση του προσωπικού νεύρου καθώς επίσης και η άσηπτη μηνιγγίτιδα συνιστούν όμως μερικές από τις επιπλοκές της χειρουργικής επέμβασης, που πρέπει να συναξιολογούνται.