H ρήξη ενός εγκεφαλικού ανευρύσματος έχει ένα ποσοστό θνησιμότητας 45% μέσα στις τριάντα πρώτες ημέρες από την στιγμή που θα συμβεί, και με περίπου του μισούς από τους επιζώντες να έχουν υποστεί μία ανεπανόρθωτη εγκεφαλική βλάβη. Με βάση μια επίπτωση 6 ανά 100.000 πληθυσμού, περίπου 15.000 Αμερικανοί θα υποστούν ανευρυσματική υπαραχνοειδή αιμορραγία κάθε χρόνο. Τα επιδημιολογικά δεδομένα διαφέρουν ανά χώρα και φτάνουν μια επίπτωση 16 ανά 100.000 πληθυσμού, με τα υψηλότερα ποσοστά να έχουν αναφερθεί στην Ιαπωνία και τη Φινλανδία. Περίπου 5% έως 15% των περιπτώσεων εγκεφαλικών επεισοδίων είναι απότοκα ρήξης ανευρύσματος. Αν και η πρόληψη της ρήξης ενός ανευρύσματος έχει υποστηριχθεί ως η πιο αποτελεσματική στρατηγική με στόχο την μείωση των ποσοστών θνησιμότητας και νοσηρότητας, η βέλτιστη διαχείριση των ασθενών με μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα παραμένει αμφιλεγόμενη. Οι πρόσφατες συστάσεις της Αμερικανικής Ένωσης Εγκεφαλικών Επεισοδίων (American Stroke Association) για την αντιμετώπιση των μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων βασίζονται σε μια ακριβή εκτίμηση των κινδύνων των διαφόρων επιλογών θεραπείας για τα μη ραγέντα ανευρύσματα σε σύγκριση με το φυσικό ιστορικό της νόσου. Η φυσική ιστορία των μη ραγέντων ανευρυσμάτων του εγκεφάλου και τα αποτελέσματα της θεραπευτικής τους αντιμετώπισης επηρεάζονται από: (1) παράγοντες του ασθενούς, όπως η ύπαρξη ιστορικού προηγούμενης ανευρυσματικής υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, η ηλικία του ασθενούς και τυχόν συνυπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις, (2) χαρακτηριστικά του ανευρύσματος, όπως το μέγεθος, η θέση και η μορφολογία, και (3) παράγοντες στον τομέα της διαχείρισης του ασθενούς, όπως η εμπειρία και οι δυνατότητες τόσο της χειρουργικής ομάδας όσο και του νοσηλευτικού ιδρύματος στο οποίο καταφεύγει ο ασθενής. Το Συμβούλιο της Αμερικανικής Ένωσης Εγκεφαλικών Επεισοδίων (American Stroke Association) σχημάτισε μια ομάδα εργασίας για να αναπτύξει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διαχείριση των μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων. Η επιτροπή αξιολόγησε τα υπάρχοντα δεδομένα στον τομέα αυτό και εκπόνησε συστάσεις. Η βάση δεδομένων βασίστηκε στην υπάρχουσα διεθνή βιβλιογραφία σχετικά με τα μη ραγέντα ανευρύσματα. Πρέπει να τονιστεί πως δεν υπάρχουν τυχαιοποιημένες προοπτικές μελέτες που να αφορούν τα μη ραγέντα ανευρύσματα μέχρι σήμερα, και είναι πιθανό ότι δεν θα υπάρξουν ούτε θα διεξαχθούν τέτοιες μελέτες στο μέλλον. Οι κατευθυντήριες γραμμές της Αμερικανικής Ένωσης Εγκεφαλικών Επεισοδίων, θα χρησιμεύσουν ως πλαίσιο για την επιλογή αντιμετώπισης για τα άτομα που φέρουν μη ραγέντα ανευρύσματα και ως βάση για μελλοντικές έρευνες σχετικά με τα μη ραγέντα ανευρύσματα. Αναγνωρίζεται ότι οι συστάσεις αυτές μπορεί να μην ισχύουν σε όλες τις καταστάσεις. Περαιτέρω αναμένεται επιδημιολογική έρευνα κατά τα επόμενα χρόνια, καθώς και πιθανές μεταγενέστερες τυχαιοποιημένες μελέτες για τις κατάλληλες υποομάδες των ασθενών με μη ραγέντα ανευρύσματα, που θα χρησιμέψουν για την επιβεβαίωση ή την τροποποίηση των υπαρχουσών κατευθυντήριων γραμμών.
Τα ενδοκράνια ανευρύσματα είναι συνήθως επίκτητες βλάβες του τοιχώματος των αγγείων του εγκεφάλου, για τις οποίες τα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν πως υπάρχει γενετική προδιάθεση σε συγκεκριμένους όμως ασθενείς. Είναι πολύ συχνά στον πληθυσμό, εμφανιζόμενα περίπου στο 2% των ατόμων στις ΗΠΑ. Τα ενδοκράνια ανευρύσματα μπορεί να εκδηλωθούν με υπαραχνοειδή αιμορραγία, που είναι η πιο επίφοβη επιπλοκή αυτών, αλλά πιο συχνά ανιχνεύονται ως "τυχαίο εύρημα", στην απεικόνιση εγκεφάλου που πραγματοποιείται για λόγους άσχετους με το ενδοκράνιο ανεύρυσμα. Από τη στιγμή που θα ανιχνευτούν, το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο χρειάζεται αντιμετώπιση του μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος ή κατά πόσο αυτό μπορεί να αφεθεί ως έχει με ασφάλεια. Η απόφαση αυτή είναι σύνθετη και εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της φυσικής ιστορίας του μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος, σε σύγκριση με τον κίνδυνο από τη θεραπεία του. Για όσους δεν θα αντιμετωπισθούν με παρεμβατική θεραπεία, μπορεί να συστηθεί η τακτική επαναληπτική απεικόνιση του εγκεφάλου. Στο παρόν άρθρο, ανασκοπούνται τα δεδομένα αναφορικά με τη φυσική ιστορία του μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος και η νοσηρότητα και η θνησιμότητα που σχετίζεται με τις διάφορες επεμβάσεις, όπως και οι προγνωστικοί παράγοντες της αιμορραγίας ή της πιθανότητας μεγέθυνσης ενός μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος, η οποία και θα ανιχνευτεί στην πορεία εφόσον επιλεχθεί η στάση της τακτικής επαναληπτικής απεικονιστικής αξιολόγησης.
Επιδημιολογικά στοιχεία.Τα ενδοκράνια ανευρύσματα είναι συνήθως επίκτητες βλάβες του τοιχώματος των αγγείων του εγκεφάλου, για τις οποίες τα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν πως υπάρχει γενετική προδιάθεση σε συγκεκριμένους όμως ασθενείς. Είναι πολύ συχνά στον πληθυσμό, εμφανιζόμενα περίπου στο 2% των ατόμων στις ΗΠΑ. Τα ενδοκράνια ανευρύσματα μπορεί να εκδηλωθούν με υπαραχνοειδή αιμορραγία, που είναι η πιο επίφοβη επιπλοκή αυτών, αλλά πιο συχνά ανιχνεύονται ως "τυχαίο εύρημα", στην απεικόνιση εγκεφάλου που πραγματοποιείται για λόγους άσχετους με το ενδοκράνιο ανεύρυσμα. Από τη στιγμή που θα ανιχνευτούν, το ουσιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο χρειάζεται αντιμετώπιση του μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος ή κατά πόσο αυτό μπορεί να αφεθεί ως έχει με ασφάλεια. Η απόφαση αυτή είναι σύνθετη και εξαρτάται από πολυάριθμους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της φυσικής ιστορίας του μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος, σε σύγκριση με τον κίνδυνο από τη θεραπεία του. Για όσους δεν θα αντιμετωπισθούν με παρεμβατική θεραπεία, μπορεί να συστηθεί η τακτική επαναληπτική απεικόνιση του εγκεφάλου. Στο παρόν άρθρο, ανασκοπούνται τα δεδομένα αναφορικά με τη φυσική ιστορία του μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος και η νοσηρότητα και η θνησιμότητα που σχετίζεται με τις διάφορες επεμβάσεις, όπως και οι προγνωστικοί παράγοντες της αιμορραγίας ή της πιθανότητας μεγέθυνσης ενός μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος, η οποία και θα ανιχνευτεί στην πορεία εφόσον επιλεχθεί η στάση της τακτικής επαναληπτικής απεικονιστικής αξιολόγησης.
Τα ενδοκράνια ανευρύσματα είναι επίκτητες βλάβες, που ευθύνονται για περίπου το 80% όλων των μη τραυματικής αιτιολογίας υπαραχνοειδών αιμορραγιών. Η συχνότητα ανίχνευσης ανευρυσμάτων στην αρτηριογραφία και στη μαγνητική τομογραφία είναι περίπου 1 έως 2%, ενώ στις νεκροτομικές μελέτες είναι ένα 1% έως 9%. Τα βασισμένα στον πληθυσμό δεδομένα για την ανίχνευση εγκεφαλικών ανευρυσμάτων υποδηλώνουν ότι αυτές οι βλάβες ανιχνεύονται συχνά, καθώς η Υπολογιστική Τομογραφία και η Μαγνητική Τομογραφία πραγματοποιούνται όλο και περισσότερο δίνοντας εικόνες υψηλής ποιότητας, σε σχέση με τις προηγούμενες διαθέσιμες εξετάσεις. Τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα φαίνεται επίσης ότι αναπτύσσονται με την πάροδο της ηλικίας, γεγονός που οδηγεί σε ανίχνευση αυξημένου αριθμού τους λόγω γήρανσης του πληθυσμού. Ανευρύσματα σπάνια παρατηρούνται στα παιδιά και όταν ανιχνεύονται, τείνουν να εμφανίζονται περισσότερο συχνά στα αγόρια (λόγος 2:1) και σε ποσοστό έως 45% στην οπίσθια κυκλοφορία. Οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν ανεύρυσμα από τους άντρες, με μια μεγάλη μελέτη μη ραγέντων ανευρυσμάτων να τεκμηριώνει ένα λόγο γυναικών έναντι αντρών 3:1. Συνολικά, περίπου 6 εκατομμύρια ανθρώπων στις ΗΠΑ εμφανίζουν ανεύρυσμα εγκεφάλου και τα δεδομένα από τη δεκαετία του 1990 δείχνουν ότι το ισόβιο κόστος αντιμετώπισης αυτών των μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων υπερβαίνει ετησίως τα 500 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ.
Τα περισσότερα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα στον ενήλικο πληθυσμό εμφανίζονται στα αρτηριακά τμήματα του κύκλου του Willis, στα εγγύς σημεία διχασμού αρτηριών. Συχνές θέσεις στο πρόσθιο τμήμα του τελευταίου περιλαμβάνουν το διχασμό της Έσω Καρωτίδας, την έκφυση της Οπίσθιας Αναστομωτικής Αρτηρίας, τη συμβολή της Πρόσθιας Αναστομωτικής με την Πρόσθια Εγκεφαλική Αρτηρία και την εγγύς μοίρα της Μέσης Εγκεφαλικής Αρτηρίας. Στην οπίσθια πλευρά, συχνές θέσεις είναι η κορυφή της Βασικής Αρτηρίας, η Άνω Παρεγκεφαλιδική Αρτηρία, η Πρόσθια Κάτω Παρεγκεφαλιδική Αρτηρία και η Οπίσθια Κάτω Παρεγκεφαλιδική Αρτηρία.
Όπως σημειώθηκε παραπάνω, τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα ανιχνεύονται πιο συχνά καθώς πραγματοποιούνται όλο και περισσότερο συγχρονικές τεχνικές εγκεφαλικής απεικόνισης, ενώ η Μαγνητική Αγγειογραφία (MRA) και η Υπολογιστική Τομογραφική Αγγειογραφία (CTA) γίνονται πιο ευαίσθητες στην ικανότητα τους να επιβεβαιώνουν την παρουσία ανευρυσμάτων μικρών σε διάμετρο ακόμη και έως 3-4 χιλιοστών. Αν και τα πολύ μικρά ανευρύσματα μπορούν να απεικονιστούν μόνο στην κλασική αγγειογραφία (DSA), η MRA και η CTA είναι οι αρχικές απεικονιστικές εξετάσεις επιλογής, δεδομένης της μη επεμβατικής φύσης τους και της καλής ευαισθησίας τους για ανίχνευση ανευρύσματος με κλινικά σημαντικό μέγεθος. Η ψηφιακή αφαιρετική αγγειογραφία (Digital Subtraction Angiography, DSA) εγκεφάλου μπορεί να εξακολουθεί να χρειάζεται ώστε να προσδιοριστεί εάν ένα ανεύρυσμα είναι κατάλληλο για ενδοαγγειακή επέμβαση, αλλά τόσο η MRA όσο και η σπειροειδής CTA έχουν επίσης εξελιχθεί και ως προς την ικανότητα τους να βοηθούν στον προσδιορισμό της ιδανικής αντιμετώπισης.
Παράγοντες κινδύνου και συσχετιζόμενες καταστάσεις.
Το κάπνισμα συσχετίζεται με το σχηματισμό ανευρυσμάτων και με την πρόκληση υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί επίσης παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη ανευρύσματος. Η αυξημένη χοληστερόλη πλάσματος και η βουλιμική κατανάλωση οινοπνευματωδών [binge drinking] έχουν συσχετιστεί με υπαραχνοειδή αιμορραγία, αλλά όχι και με σχηματισμό εγκεφαλικών ανευρυσμάτων. Υπάρχουν μερικές κληρονομούμενες καταστάσεις που συσχετίζονται με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων, συμπεριλαμβανομένης της αυτοσωματικής επικρατούσας (κυρίαρχης) πολυκυστικής νόσου των νεφρών, αλλά τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα που συσχετίζονται με αυτές τις καταστάσεις είναι πολύ ασυνήθη κατά την καθημερινή κλινική πράξη.
Οι παθολογικές και νευρολογικές καταστάσεις που συσχετίζονται με εγκεφαλικό ανεύρυσμα περιλαμβάνουν τη νόσο Μoyamoya, τους όγκους της Υπόφυσης, τη Δρεπανοκυτταρική Αναιμία, την Ινομυική Δυσπλασία και το Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο. Η ανεπάρκεια κολλαγόνου τύπου ΙΙΙ μπορεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στο σχηματισμό ή στη ρήξη ενός εγκεφαλικού ανευρύσματος. Η Συγγενής Στένωση της Αορτής συσχετίζεται επίσης συχνά με ανευρύσματα, με το 10% αυτών των ασθενών να εμφανίζουν μη ραγέν ενδοκράνιο ανεύρυσμα κατά των έλεγχο διαλογής τους με μαγνητική αγγειογραφία. Τα ενδοκράνια ανευρύσματα επίσης συχνά παρατηρούνται σε συνδυασμό με αρτηριοφλεβώδεις δυσπλασίες του εγκεφάλου και τα ανευρύσματα αυτά που σχηματίζονται στην εγγύς μοίρα των τροφοφόρων αρτηριών μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο αιμορραγίας.
Η πιο συχνή κληρονομούμενη κατάσταση που συσχετίζεται με αυξημένη εμφάνιση μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων είναι η αυτοσωματική κυρίαρχη πολυκυστική νόσος των νεφρών, με επιπολασμό της τάξης του 10%. Σε μια προοπτική μελέτη διαλογής της πολυκυστικής νόσου των νεφρών, ενδοκράνια ανευρύσματα παρατηρήθηκαν στο 16% ενός συνόλου 77 ασθενών με οικογενειακό ιστορικό ενδοκράνιων ανευρυσμάτων και στο 6% ενός συνόλου 186 ασθενών χωρίς τέτοιο οικογενειακό ιστορικό. Άλλες κληρονομικές καταστάσεις που συσχετίζονται με ανευρύσματα περιλαμβάνουν το σύνδρομο Marfan, τη Νευρινωμάτωση τύπου Ι, την Πολλαπλή Ενδοκρινική Νεοπλασία τύπου Ι (ΜΕΝ1), το Ελαστικό Ψευδοξάνθωμα [pseudoxanthoma elasticum] την Κληρονομική Αιμορραγική Τηλαγγειεκτασία, και το σύνδρομο Ehlers-Danlos τύπου ΙV.
Σε ασθενείς με αυτοσωματική κυρίαρχη πολυκυστική νόσο των νεφρών, ο έλεγχος διαλογής λογαριάζεται πάντα στις οικογένειες εκείνες με ιστορικό ενδοκράνιου ανευρύσματος ή υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, για τα άτομα με ατομικό ιστορικό ραγέντος ανευρύσματος, σε αυτά που χρειάζεται να υποβληθούν σε προγραμματισμένη μείζονα χειρουργική επέμβαση, σε άτομα με επαγγελματική ενασχόληση υψηλού κινδύνου και σε αυτά με σημαντική ανησυχία σχετικά με την παρουσία εγκεφαλικού ανευρύσματος παρά τις κατάλληλες ενημερωτικές πληροφορίες. Οι ασθενείς με συγγενή στένωση της αορτής θα πρέπει επίσης να λογαριάζουν έλεγχο διαλογής προς ανίχνευση ανευρύσματος.
Υπάρχει αυξημένη συχνότητα ανευρυσμάτων και υπαραχνοειδούς αιμορραγίας στους συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού των ατόμων που εμφάνισαν υπαραχνοειδή αιμορραγία, με το οικογενειακό ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας ή ενδοκράνιου ανευρύσματος να παρουσιάζεται στο 10% των συγγενών πρώτου βαθμού και στο 15% των συγγενών δεύτερου βαθμού. Ένα από τα βασικά ζητήματα που λογαριάζονται κατά την απόφαση για ανίχνευση ανευρυσμάτων περιλαμβάνει τη συχνότητα της ανίχνευσης ανευρύσματος μεταξύ των μελών της οικογένειας που εκδήλωσαν υπαραχνοειδή αιμορραγία χωρίς να υπάρχει άλλο οικογενειακό ιστορικό τέτοιας κατάστασης ή ανευρύσματος. Σε μια μελέτη, ο έλεγχος διαλογής με Μαγνητική Τομογραφία σε πρώτου βαθμού συγγενείς, ηλικίας μεταξύ 20 και 70 ετών, 193 ασθενών με υπαραχνοειδή αιμορραγία, οδήγησε στην ανίχνευση μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων σε ποσοστό 4% (25 από 626), όλα εκ των οποίων επιβεβαιώθηκαν με βάση την αρτηριογραφία. Το ανεύρυσμα ήταν πιο συχνά ανιχνευόμενο στα αδέλφια του ασθενούς. Παράγοντες που αύξαναν την πιθανότητα ανίχνευσης ανευρύσματος περιλάμβαναν τη μεγαλύτερη ηλικία, το γυναικείο φύλο, το ιστορικό αρτηριακής υπέρτασης, τα υψηλά επίπεδα λιπιδίων, τα υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης νηστείας και το οικογενειακό ιστορικό πολυκυστικής νόσου των νεφρών. Το κάπνισμα και η χρήση οινοπνευματωδών δεν αύξαναν τον κίνδυνο. Εάν δύο ή περισσότερα μέλη της οικογένειας έχουν ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας ή ανευρύσματος, ο κίνδυνος ανίχνευσης ανευρύσματος είναι αυξημένος, ιδίως μεταξύ των συγγενών πρώτου βαθμού. Η διαλογή με MRA στους πρώτους βαθμού συγγενών ατόμων με ενδοκράνιο ανεύρυσμα, εφόσον υπάρχουν 2 ή περισσότερα προσβεβλημένα μέλη μεταξύ της οικογένειας ηλικίας άνω των 30 ετών, έδειξε ότι ο προσαρμοσμένος ως προς την ηλικία επιπολασμός ενδοκράνιου ανευρύσματος ήταν 9,2%. Στην «Μελέτη Οικογενών Ενδοκράνιων Ανευρυσμάτων» [Familial Intracranial Aneurysm: FIA] οι συγγενείς πρώτου βαθμού ηλικίας άνω των 30 ετών και με ιστορικό είτε καπνίσματος είτε αρτηριακής υπέρτασης υποβλήθηκαν σε έλεγχο διαλογής με MRA. Μεταξύ των πρώτων 304 ασθενών που ελέγχθηκαν, οι 58 (19,1%) είχαν τουλάχιστον ένα ενδοκράνιο ανεύρυσμα. Οι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες της ανίχνευσης ανευρυσμάτων της MRA περιλάμβαναν το γυναικείο φύλο, το κάπνισμα και τη διάρκεια αρτηριακής υπέρτασης. Η ανάγκη για έλεγχο διαλογής των μελών της οικογένειας δεν είναι ξεκάθαρη εφόσον είναι προσβεβλημένο μόνο ένα μέλος της οικογένειας. Ο έλεγχος διαλογής με MRA ή CTA συστήνεται τυπικά για τους πρώτου βαθμού συγγενείς ενός ασθενούς με υπαραχνοειδή αιμορραγία ή με ανεύρυσμα, στις οικογένειες εκείνες με δύο ή περισσότερα μέλη προσβεβλημένα από υπαραχνοειδή αιμορραγία ή ανεύρυσμα.
Κλινική εκδήλωση και αντιμετώπιση.
Τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα μπορεί να εκδηλωθούν με "πιεστικά" φαινόμενα, συμπεριλαμβανομένων των ελλειμμάτων των κρανιακών συζυγιών, των επιληπτικών κρίσεων, των κινητικών ελλειμμάτων και των ελλειμμάτων αισθητικότητας ή μπορεί να ανιχνευθούν κατά τη διάρκεια απεικόνισης που πραγματοποιείται λόγω κεφαλαλγίας, άτυπων κρίσεων διαταραχής συνείδησης ή για αλλά αίτια. Τα μικρά ανευρύσματα, διαμέτρου μικρότερης των 10 mm, σπάνια προκαλούν σχετιζόμενα με συμπιεστικά φαινόμενα συμπτώματα, αλλά αυτό μερικές φορές μπορεί να συμβαίνει. Η πιο επίφοβη έκβαση ενός ενδοκράνιου ανευρύσματος είναι η υπαραχνοειδής αιμορραγία, που στις ΗΠΑ εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 6 έως 10 ανά 100.000 άτομα ανά έτος ή περίπου 15-25.000 περιπτώσεις ανά έτος. Το γεγονός ότι περίπου 6 εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ παρουσιάζουν μη ραγέν ενδοκράνιο ανεύρυσμα υποδηλώνει ότι τα περισσότερα μη ραγέντα ανευρύσματα δεν παρουσιάζουν ποτέ ρήξη.
Μετά από την ανίχνευση ενός μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος στην εγκεφαλική απεικόνιση, θα πρέπει να εκτιμηθεί η κατάλληλη στρατηγική αντιμετώπιση.
Η απόφαση θα πρέπει να λάβει υπόψιν πολυάριθμους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων:
(α) παραγόντων που σχετίζονται με το ανεύρυσμα, όπως η θέση, το μέγεθος και η μορφολογία του, η φύση της ενδοκράνιας παράπλευρης αρτηριακής κυκλοφορίας και η παρουσία θρόμβου εντός του ανευρύσματος και
(β) παράγοντες που σχετίζονται με τον ασθενή, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, του ατομικού ιστορικού, του ιστορικού προηγούμενης υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, του θετικού οικογενειακού ιστορικού ενδοκράνιου σακοειδούς ανευρύσματος ή υπαραχνοειδούς αιμορραγίας και της άποψης του ασθενούς αναφορικά με την παρέμβαση.
Δεν υπάρχουν δεδομένα από τυχαιοποιημένες μελέτες που να προσδιορίζουν την καταλληλότερη αντιμετώπιση ενός μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος. Τα δεδομένα φυσικής ιστορίας είναι διαθέσιμα από αναδρομικές μελέτες, ενώ τα προοπτικού τύπου δεδομένα είναι περιορισμένα και είναι ελάχιστα αυτά που αφορούν εξειδικευμένες πληροφορίες σχετικά με τη θέση και το μέγεθος των ανευρυσμάτων.
Οι παλαιότερες αναδρομικές μελέτες υποδηλώνουν ότι ο κίνδυνος ρήξης εξαρτάται από το μέγεθος του ανευρύσματος, με πολύ χαμηλό κίνδυνο ρήξης για τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 10mm. Στα ανευρύσματα διαμέτρου μεγαλύτερης των 10 mm, ο κίνδυνος ρήξης εξαρτάται και από το μέγεθος, με ετήσιο ποσοστό ρήξης της τάξης του 3,3% ανά έτος για τα ανευρύσματα διαμέτρου 10 έως 15 mm, 5,6% για αυτά 16 έως 25 mm και 8,9% για αυτά διαμέτρου μεγαλύτερης των 25 mm. Το μέγεθος δεν είναι η μόνη παράμετρος που προβλέπει επαρκώς την πιθανότητα ρήξης ενός ανευρύσματος. Σε μια μεγάλη αναδρομική μελέτη ομοειδούς σειράς πληθυσμού (κοόρτη), εμφανίστηκαν 27 αιμορραγίες μεταξύ 1452 ασθενών με 181 μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για μέσο όρο 13,9 ετών. Το ετήσιο ποσοστό ρήξης ήταν 1,4%, με το μέγεθος του ανευρύσματος να είναι ο κύριος προγνωστικός παράγοντας εμφάνισης υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Σε μια άλλη αναδρομική μελέτη, 142 ασθενείς που δεν αντιμετωπίστηκαν και εμφάνιζαν μη ραγέν ανεύρυσμα παρακολουθήθηκαν για μέσο όρο 19,7 ετών. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το εύρημα ότι οι 131 από τους 142 είχαν εμφανίσει προηγούμενη υπαραχνοειδή αιμορραγία από άλλο ανεύρυσμα, ενώ μόνο 11 δεν είχαν ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Στο σύνολο της σειράς, ο ετήσιος κίνδυνος ρήξης για ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερα των 10 mm ήταν 1,1 ανά έτος, και για τα μεγαλύτερα από 10 mm ήταν 2,8 ανά έτος. Ο κίνδυνος ρήξης δεν προσδιορίστηκε μετά από διαχωρισμό των ασθενών με ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας ή χωρίς τέτοιο ιστορικό, ενώ το διάστημα εμπιστοσύνης για τον κίνδυνο ρήξης θα ήταν μεγάλο για τους 11 ασθενείς χωρίς ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Το κάπνισμα αποτελούσε επίσης προγνωστικό παράγοντα αιμορραγίας. Μια επικαιροποιημένη μετανάλυση υποδηλώνει ότι οι προγνωστικοί παράγοντες ρήξης περιλαμβάνουν τη μεγαλύτερη ηλικία, το γυναικείο φύλο, την καταγωγή από την Ιαπωνία ή τη Φινλανδία, τη διάμετρο μεγαλύτερη από 5 mm, την εντόπιση στην οπίσθια κυκλοφορία και την παρουσία συμπτωμάτων.
Η μεγαλύτερη μελέτη φυσικής ιστορίας των μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων είναι η «Διεθνής Μελέτη Μη Ραγέντων Ενδοκράνιων Ανευρυσμάτων» [International Study of Unruptured Intracranial Aneurysms: ISUIA]. Σε αυτή τη μεγάλη επιδημιολογική μελέτη ομοειδούς σειράς πληθυσμού, οι δυνητικοί προγνωστικοί παράγοντες υπαραχνοειδούς αιμορραγίας μετά την ανίχνευση ενός μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος εξετάστηκαν με αναδρομικό και με προοπτικό τρόπο.
Κατά την αναδρομική φάση της μελέτης, οι 627 ασθενείς χωρίς προηγούμενο ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας λόγω διαφορετικού ανευρύσματος (που ονομάστηκαν ανευρύσματα ομάδας 1) τέθηκαν σε παρακολούθηση. Σε μέσο όρο διαστήματος 7,5 ετών, το ποσοστό ρήξης μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων ήταν περίπου 0,05% ανά έτος για τα ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 10mm και 1% ανά έτος για αυτά διαμέτρου ≥10mm. Η εντόπιση των ανευρυσμάτων λειτούργησε επίσης προγνωστικά ως προς αυξημένο κίνδυνο ρήξης, με τον υψηλότερο κίνδυνο να υπάρχει για τα ανευρύσματα της Οπίσθιας Αναστομωτικής και της Έσω Καρωτίδας, του Σπονδυλοβασικού συστήματος και της Οπίσθιας Εγκεφαλικής Αρτηρίας και της κορυφής της Βασικής Αρτηρίας.
Αυτά τα ποσοστά ρήξης διέφεραν στους ασθενείς με προηγούμενο ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας από διαφορετικό ανεύρυσμα (επονομαζόμενα «ανευρύσματα ομάδας 2»). Σε αυτή την ομάδα 2 των 722 ασθενών, το ποσοστό ρήξης ήταν 0,5% ανά έτος για τα ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 10 mm (υψηλότερη από το αντίστοιχο ποσοστό ρήξης των ανευρυσμάτων της ομάδας 1), ενώ για αυτά με διάμετρο μεγαλύτερη των 10 mm, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 0,7% ανά έτος. Και εδώ, η εντόπιση του ανευρύσματος αποτελούσε προγνωστικό παράγοντα υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, με τα ανευρύσματα που εντοπίζονταν στην κορυφή της βασικής αρτηρίας να είναι αυτά που εμφανίζουν και το μεγαλύτερο κίνδυνο.
Η μεγαλύτερη προοπτική μελέτη φυσικής ιστορίας των μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων έχει πραγματοποιηθεί από τους ερευνητές της ISUIA. Σε μια σειρά 1692 ασθενών με αρτηριογραφικά επιβεβαιωμένο μη ραγέν ενδοκράνιο ανεύρυσμα, οι οποίοι είχαν ταυτοποιηθεί με προοπτικό τρόπο και παρακολουθήθηκαν για μέσο όρο 4,1 ετών, οι 1077 δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας (ασθενείς ομάδας 1) και οι 615 είχαν τέτοιοι ιστορικό αιμορραγίας από άλλο ανεύρυσμα (ομάδα 2). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, το μέγεθος και η εντόπιση του ανευρύσματος αποτελούσαν τους πλέον σημαντικούς παράγοντες που προέβλεπαν τη ρήξη του ανευρύσματος. Στους ασθενείς χωρίς προηγούμενη υπαραχνοειδή αιμορραγία, τα ανευρύσματα χαμηλότερου κινδύνου ήταν αυτά που εντοπίζονταν στη πρόσθια κυκλοφορία (εξαιρουμένων αυτών που αφορούσαν τη σηραγγώδη μοίρα της έσω καρωτίδας) και ήταν διαμέτρου μικρότερης των 7mm για τα οποία ο κίνδυνος ρήξης ήταν σχεδόν μηδενικός. Για τις διάφορες άλλες κατηγορίες μεγεθών ανευρυσμάτων, τα ετήσια ποσοστά ρήξης για τα ανευρύσματα πρόσθιας κυκλοφορίας (εξαιρουμένων αυτών της σηραγγώδους μοίρας της έσω καρωτίδας) ήταν 0,5% (7-12mm), 2,9% (13–24 mm) και 8% (για ανευρύσματα μεγαλύτερα από 24mm). Για τα ανευρύσματα της σπονδυλοβασικής κυκλοφορίας ή της οπίσθιας αναστομωτικής αρτηρίας, τα ετήσια ποσοστά ρήξης ανάλογα με το μέγεθος ήταν 0,5% (για τα μικρότερης διαμέτρου από 7 mm), 2,9% (7–12 mm), 3,7% (13–24 mm), και 10% (για τα μεγαλύτερα από 24 mm). Κατά τη σύγκριση των ανευρυσμάτων χωρίς (ομάδα 1) και με (ομάδα 2) ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, σημειώθηκαν ελαφρώς υψηλότερα ποσοστά ρήξης στους ασθενείς ομάδας 2 με μη ραγέν ενδοκράνιο ανεύρυσμα διαμέτρου μικρότερης από 7mm Σε αυτούς τους ασθενείς ομάδας 2, ο ετήσιος κίνδυνος ρήξης για ανευρύσματα της πρόσθιας κυκλοφορίας ήταν 0,3% (σε σύγκριση με τον ουσιαστικά μηδενικό κίνδυνο για την ομάδα 1), ενώ για τα ανευρύσματα της οπίσθιας κυκλοφορίας ή της οπίσθιας αναστομωτικής αρτηρίας ήταν 0,7% (σε σύγκριση με 0,5% για τους ασθενείς ομάδας 2).
Δεδομένα που συγκρίνουν την χειρουργική απολίνωση με την ενδοαγγειακή αντιμετώπιση.
Επιλογές αντιμετώπισης για τα μη ραγέντα ανευρύσματα.
Νοσηρότητα και θνησιμότητα της χειρουργικής αντιμετώπισης.
Η λήψη της πλέον έγκυρης απόφασης αναφορικά με την αντιμετώπιση ενός ανευρύσματος έχει ως υποχρεωτικό προαπαιτούμενο τη σύγκριση των ποσοστών ρήξης ανάλογα με το μέγεθος και με την εντόπιση, με αυτά της συντηρητικής αντιμετώπισης, σε σύγκριση με παρόμοια δεδομένα αναφορικά με τη νοσηρότητα και θνησιμότητα που συσχετίζεται με την απολίνωση ή τον εμβολισμό του ανευρύσματος.
Η κρανιοτομή και η άμεση απολίνωση ενός μη ραγέντος και μη γιγάντιου ενδοκράνιου ανευρύσματος χρησιμοποιώντας μικροχειρουργικές τεχνικές έχει αποδειχθεί υψηλά αποτελεσματική στη μόνιμη θεραπεία αυτού. Η χρήση των πληροφοριών από σύγχρονες σειρές αντιμετωπιζόμενων ραγέντων και μη ραγέντων ανευρυσμάτων με πρώιμη και όψιμη αγγειογραφική παρακολούθηση δείχνει με εμφανή τρόπο ότι πλήρης θεραπεία του ανευρύσματος επιτυγχάνεται σε πάνω από 90% των περιπτώσεων, ενώ η όψιμη υποτροπή του μετά από επιτυχή απολίνωση είναι εξαιρετικά σπάνια. Έχουν αναφερθεί ποικίλα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας από μελέτες που προέρχονται από συγκεκριμένα κέντρα, καθώς και από 2 μεγάλες μεταναλύσεις. Σε μια μελέτη 733 ασθενών αναφέρθηκε ποσοστό θνησιμότητας 1% και ποσοστό νοσηρότητας 4%. Μια μελέτη επί 2460 ασθενών ανέφερε ποσοστό θνησιμότητας 2,6% και ποσοστό νοσηρότητας 10,9%. Οι μεταναλύσεις ήταν δύσκολες εξαιτίας μη συνεπών ορισμών ως προς τη νοσηρότητα, καθώς και της ποικίλης διάρκειας της παρακολούθησης. Επιπρόσθετα, υπάρχει ανησυχία σχετικά με την εγκυρότητα των συμπερασμάτων από ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας ή από μεταναλύσεις, λόγω των ζητημάτων που συσχετίζονται με τα συστηματικά σφάλματα εκ δημοσίευσης.
Η ομάδα μελέτης ISUIA έχει αναφέρει λεπτομερή δεδομένα ως προς προοπτικά οριζόμενη έκβαση, για την απολίνωση μη ραγέντων ενδοκράνιων ανευρυσμάτων. Από μια σειρά 1.917 ασθενών που αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά και παρακολουθήθηκαν με προοπτικό τρόπο, τα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας στο 1 έτος ήταν 12,6% για την ομάδα 1 και 10,15 για την ομάδα 2. Σε πολυπαραγοντικό μοντέλο της έκβασης με τη χειρουργική επέμβαση, η ηλικία του ασθενούς ήταν ο ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας, με αύξηση του κινδύνου μετά την ηλικία των 50 ετών και ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 60 ετών. Άλλοι ανεξάρτητοι προγνωστικοί παράγοντες για κακή χειρουργική έκβαση περιλάμβαναν το ιστορικό προηγούμενου ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, την παρουσία συμπτωμάτων εκ του ανευρύσματος εκτός από τα συμπτώματα που σχετίζονταν με ρήξη, το μεγάλο μέγεθος του ανευρύσματος και την εντόπιση στην οπίσθια κυκλοφορία.
Νοσηρότητα και θνησιμότητα της ενδοαγγειακής αντιμετώπισης (εμβολισμού).
Το πεδίο της ενδοαγγειακής θεραπείας των ανευρυσμάτων συνεχίζει να εξελίσσεται με τις βελτιώσεις στην τεχνολογία του αγγειογραφικού εξοπλισμού, στην τεχνολογία των μικροκαθετήρων και των συρμάτινων οδηγών, καθώς και στις συσκευές και φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τους εμβολισμούς. Μια μείζονα εξέλιξη στην ενδοαγγειακή θεραπεία ενδοκράνιων ανευρυσμάτων εμφανίστηκε με την ανάπτυξη των αποσπώμενων συστημάτων σπειραμάτων. Οι Gugliemli και συνεργάτες ανέπτυξαν το αποσπώμενο σύστημα σπειράματος [Gugliemli detachable coil: GDC] που ευοδώνει την ελεγχόμενη τοποθέτηση μαλακών σπειραμάτων από πλατίνα εντός ενός ενδοκράνιου ανευρύσματος. Ορισμένα ανευρύσματα είναι λιγότερο πιθανό ότι μπορούν να δεχτούν θεραπεία με τοποθέτηση σπειράματος, συμπεριλαμβανομένων αυτών με ευρύ αυχένα, αυτών με υψηλότερο λόγο μεγέθους αυχένα προς θόλου, αυτά σε αρτηρίες με ιδιαίτερα οφιοειδή πορεία, καθώς και αυτά με άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά, που μπορεί να καθιστούν δυσχερή την ενδοαγγειακή πρόσβαση. Ωστόσο, η αυξημένη χρήση υποβοηθούμενης από ενδοπρόθεμα τοποθέτησης σπειραμάτων έχει μειώσει τις πιθανότητες αδυναμίας τοποθέτησης του σπειράματος για αντιμετώπιση ενός ανευρύσματος. Η σχετιζόμενη με τη διαδικασία νοσηρότητα και θνησιμότητα έχει αξιολογηθεί μέσα από αναδρομικές μελέτες. Μια αναδρομική μελέτη ασθενών που αντιμετωπίστηκαν από το 1990 έως το 1998, στην Καλιφόρνια, αναφέρει ότι ο ενδονοσοκομειακός θάνατος ή τα σημαντικά νευρολογικά υπολείμματα είχαν ποσοστό 10% για τους ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν ενδοαγγειακά, σε σύγκριση με αντίστοιχο 25% για όσους αντιμετωπίστηκαν χειρουργικά. Σε ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν σε 60 πανεπιστημιακά νοσοκομεία μεταξύ 1994 και 1997, 255 ασθενείς αντιμετωπίστηκαν με τοποθέτηση σπειράματος. Ο ενδονοσοκομειακός θάνατος ή το σοβαρό νευρολογικό υπόλειμμα είχε αναφερόμενο ποσοστό 10,6%, σε σύγκριση με 18,5% για τους χειρουργικούς ασθενείς. Σε μια ανάλυση του κινδύνου από την τοποθέτηση σπειράματος σε μη ραγέν ενδοκράνιο ανεύρυσμα, από 4 πολυκεντρικές και βασισμένες στην κοινότητα μελέτες και 13 μελέτες που βασίστηκαν σε μεμονωμένο κέντρο, το σωρευτικό ποσοστό ανεπιθύμητων εκβάσεων ήταν 8,8% . Σε 5 πολυκεντρικές βασισμένες στην κοινότητα μελέτες και 23 μελέτες σε μονήρη κέντρα επί της τοποθέτησης σπειράματος σε ανευρύσματα, το ποσοστό εκβάσεων ήτανε 17,8%. Μια άλλη συστηματική ανασκόπηση τεκμηρίωσε τα δεδομένα 30 μελετών επί 1.379 ασθενών. Το ποσοστό θνησιμότητας ήταν 0,6%, με ποσοστό μόνιμης νοσηρότητας 7% και με ποσοστό αιμορραγίας 0,9% ανά έτος.
Μεταξύ 451 ασθενών που μελετήθηκαν με προοπτικό τρόπο, αντιμετωπιζόμενοι με ενδοαγγειακή επέμβαση στη μελέτη ISUIA, η συνδυασμένη νοσηρότητα και θνησιμότητα (νοσηρότητα οριζόμενη ως σημαντική λειτουργική ή νοητική έκπτωση) ήταν 9,1% στις 30 ημέρες και 9,5% στο 1 έτος. Σε ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο, οι προγνωστικοί παράγοντες ανεπιθύμητης έκβασης περιλάμβαναν το μεγαλύτερο μέγεθος του ανευρύσματος και την εντόπιση του στην οπίσθια κυκλοφορία. Αντίθετα με ό,τι διαπιστώθηκε στην ανάλυση της χειρουργικής έκβασης, η ηλικία του ασθενούς δεν αποτέλεσε ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα της έκβασης.
Δεδομένα από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες που συγκρίνουν τη χειρουργική απολίνωση με την τοποθέτηση σπειράματος στα ανευρύσματα δεν είναι διαθέσιμα για μη ραγέντα ανευρύσματα, αλλά έχουν αναφερθεί σε ασθενείς που εμφάνιζαν υπαραχνοειδή αιμορραγία. Ορισμένες κατευθυντήριες οδηγίες έχουν προτείνει ότι η ενδοαγγειακή θεραπεία θα πρέπει να λογαριάζεται ως η αρχική θεραπευτική επιλογή για τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα, λόγω του δυναμικού που έχει για χαμηλότερη νοσηρότητα και θνησιμότητα, καθώς και για μειωμένη χρήση νοσοκομειακών πόρων, σε σύγκριση με τη χειρουργική απολίνωση, αλλά δεν υπάρχει ξεκάθαρη ομοφωνία ως προς αυτή τη σύσταση και είναι προφανές ότι ορισμένα ανευρύσματα θα αντιμετωπιστούν καλύτερα χειρουργικά.
Οι αποφάσεις που αφορούν τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα και την αντιμετώπισή τους είναι σύνθετες και ιδανικά λαμβάνονται με βάση τη μη μεροληπτική σύγκριση των δεδομένων φυσικής ιστορίας ανάλογα με την εντόπιση και το μέγεθος του ανευρύσματος και της νοσηρότητας και θνησιμότητας της κάθε παρέμβασης.
Είναι προφανές ότι τα μεγάλα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα και αυτά που είναι συμπτωματικά είναι πιθανότερο ότι θα υποβληθούν σε παρεμβατική αντιμετώπιση. Η ιδανική αντιμετώπιση των μικρότερων ανευρυσμάτων είναι αμφιλεγόμενη. Ορισμένες από τις διαθέσιμες κατευθυντήριες οδηγίες, τις αναλύσεις κόστους και εφαρμοσιμότητας και τις συστάσεις των ειδικών, έχουν δημοσιευθεί πριν από την ύπαρξη πιο λεπτομερών προοπτικών δεδομένων φυσικής ιστορίας για τη σύγκριση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας με αυτές των χειρουργικών και ενδοαγγειακών θεραπειών αναφορικά με την εντόπιση και το μέγεθος κάθε ανευρύσματος, στα πλαίσια μεγάλων προοπτικών μελετών ομοειδούς σειράς ασθενών. Έχουν δημοσιευτεί ποικίλες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων.
Οι αποφάσεις της αντιμετώπισης μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: για μεγάλα μη ραγέντα ανευρύσματα, τα πράγματα είναι σχετικά ξεκάθαρα και συνήθως λογαριάζεται η απολίνωση, η τοποθέτησης σπειράματος, η αρτηριακή απόφραξη ή κάποια άλλη παρέμβαση για ανευρύσματα διαμέτρου μεγαλύτερα των 12 χιλιοστών, εκτός και αν ο ασθενής είναι μεγάλης ηλικίας ή παρουσιάζει σημαντικές καταστάσεις συνοσηρότητας, που θα προκαλούσαν υψηλότερο κίνδυνο από την επέμβαση ή από την ενδοαγγειακή προσέγγιση.
Στο άλλο άκρο του φάσματος, για τα μικρά μη ραγέντα ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 7 χιλιοστών (και θεωρώντας ότι δεν υπάρχει προηγούμενο ιστορικό κάποιας άλλης αιμορραγίας που οφείλεται σε ανεύρυσμα), η θεραπευτική απόφαση θα πρέπει να εξατομικεύεται, αλλά ιδίως σε μικρότερους ασθενείς, η τοποθέτηση σπειράματος ή η απολίνωση μπορεί να λογαριάζονται. Ανευρύσματα με διάμετρο εντός του εύρους 7 έως 12 χιλιοστών επίσης λογαριάζονται για θεραπεία, ιδίως στους νεότερους ασθενείς και σε αυτούς των οποίων το ανεύρυσμα είναι συμπτωματικό (αν και αυτό είναι ασύνηθες στα μικρά ανευρύσματα), καθώς και σε αυτούς όπου η εντόπιση μπορεί να τους θέτει σε υψηλότερο κίνδυνο αιμορραγίας, με βάση τα παρόντα δεδομένα. Το οικογενειακό ιστορικό ρήξης ανευρύσματος λαμβάνεται επίσης υπόψιν. Πολυάριθμα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου του ατομικού ιστορικού του ασθενούς και της συνολικής κατάστασης υγείας του, καθώς και άλλα χαρακτηριστικά του ανευρύσματος μπορεί επίσης να ληφθούν υπόψιν. Πιο σημαντική είναι η οπτική του ασθενούς αναφορικά με τη θεραπεία, μετά από προσεκτική αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τη φυσική ιστορία και τους κίνδυνους από την επέμβαση.
Εκτός από την αξιολόγηση των επιλογών αντιμετώπισης όπως σκιαγραφείται παραπάνω, είναι επίσης σημαντικό για τους ασθενείς να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο για υπαραχνοειδή αιμορραγία. Το κάπνισμα αποτελεί πιθανότατα παράγοντα κινδύνου τόσο για το σχηματισμό ανευρύσματος όσο και για υπαραχνοειδή αιμορραγία και η διακοπή του είναι επιτακτική ανάγκη στους ανθρώπους στους οποίους τίθεται διάγνωση ανευρύσματος. Εάν χρησιμοποιούνται οινοπνευματώδη, θα πρέπει αυτή η χρήση να είναι ελεγχόμενη, διότι η βαριά κατανάλωση οινοπνευματωδών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για ενδοεγκεφαλική (και για ενδοκράνια) αιμορραγία. Η αρτηριακή υπέρταση, εφόσον υπάρχει, θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίζεται επιθετικά.
Για ανευρύσματα που αντιμετωπίζονται συντηρητικά, υπάρχει ένας κίνδυνος ρήξης τους στην πάροδο του χρόνου και ο απεικονιστικός έλεγχος συνήθως επαναλαμβάνεται με κάποιο ρυθμό. Τα προγενέστερα δεδομένα από μια μελέτη παρακολούθησης με MRA υποδηλώνουν ότι για τα μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 9 χιλιοστών, η πιθανότητα αύξησης του μεγέθους τους είναι εξαιρετικά χαμηλή. Τα επικαιροποιημένα δεδομένα παρακολούθησης με τη χρήση
MRA δείχνουν ότι ακόμη και τα μικρά ανευρύσματα έχουν έναν κίνδυνο αύξησης του μεγέθους τους, καθώς περίπου το 7% (12/173) από τα ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 8 χιλιοστών παρουσίασε τέτοια αύξηση. Σε μια άλλη μελέτη που χρησιμοποίησε MRA για την παρακολούθηση 130 ασθενών με 159 ανευρύσματα, οι 14 (10,8%) παρουσίασαν αύξηση του μεγέθους του ανευρύσματος κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης 10 έως 69 μηνών. Οι προγνωστικοί παράγοντες αύξησης περιλάμβαναν την εντόπιση στη μέση εγκεφαλική αρτηρία, την παρουσία πολλαπλών ανευρυσμάτων και το μέγεθος των ανευρυσμάτων μεγαλύτερο από 4 χιλιοστά. Η CTA έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση των ανευρυσμάτων σε 140 ασθενείς που παρακολουθήθηκαν για 166 μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα. Η πιθανότητα αύξησης μεγέθους του ανευρύσματος ήταν 2,4% (3 / 125) για τα ανευρύσματα διαμέτρου 2-4 χιλιοστών, 9,1% (3/33) για αυτά με διάμετρο 5 έως 9 χιλιοστά και 50% (4/8) σε αυτά με διάμετρο άνω των 9 χιλιοστών. Εκτός από την εντόπιση, το μέγεθος και την πολλαπλότητα των ανευρυσμάτων, το κάπνισμα και το γυναικείο φύλο μπορεί επίσης να αυξάνουν τον κίνδυνο αύξησης μεγέθους ενός ανευρύσματος.
Συνοψίζοντας, για τα άτομα στα οποία επιλέγεται η συντηρητική αντιμετώπιση, η επανάληψη της MRA ή της CTA σε ετήσια βάση για περίπου 3 χρόνια και ακολούθως, εφόσον το ανεύρυσμα παραμείνει σταθερό, η MRI ή η CTA κάθε 2 έτη για άλλα 6 χρόνια είναι μια λογική στρατηγική.
MRA δείχνουν ότι ακόμη και τα μικρά ανευρύσματα έχουν έναν κίνδυνο αύξησης του μεγέθους τους, καθώς περίπου το 7% (12/173) από τα ανευρύσματα διαμέτρου μικρότερης των 8 χιλιοστών παρουσίασε τέτοια αύξηση. Σε μια άλλη μελέτη που χρησιμοποίησε MRA για την παρακολούθηση 130 ασθενών με 159 ανευρύσματα, οι 14 (10,8%) παρουσίασαν αύξηση του μεγέθους του ανευρύσματος κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης 10 έως 69 μηνών. Οι προγνωστικοί παράγοντες αύξησης περιλάμβαναν την εντόπιση στη μέση εγκεφαλική αρτηρία, την παρουσία πολλαπλών ανευρυσμάτων και το μέγεθος των ανευρυσμάτων μεγαλύτερο από 4 χιλιοστά. Η CTA έχει επίσης χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση των ανευρυσμάτων σε 140 ασθενείς που παρακολουθήθηκαν για 166 μη ραγέντα ενδοκράνια ανευρύσματα. Η πιθανότητα αύξησης μεγέθους του ανευρύσματος ήταν 2,4% (3 / 125) για τα ανευρύσματα διαμέτρου 2-4 χιλιοστών, 9,1% (3/33) για αυτά με διάμετρο 5 έως 9 χιλιοστά και 50% (4/8) σε αυτά με διάμετρο άνω των 9 χιλιοστών. Εκτός από την εντόπιση, το μέγεθος και την πολλαπλότητα των ανευρυσμάτων, το κάπνισμα και το γυναικείο φύλο μπορεί επίσης να αυξάνουν τον κίνδυνο αύξησης μεγέθους ενός ανευρύσματος.
Συνοψίζοντας, για τα άτομα στα οποία επιλέγεται η συντηρητική αντιμετώπιση, η επανάληψη της MRA ή της CTA σε ετήσια βάση για περίπου 3 χρόνια και ακολούθως, εφόσον το ανεύρυσμα παραμείνει σταθερό, η MRI ή η CTA κάθε 2 έτη για άλλα 6 χρόνια είναι μια λογική στρατηγική.
Άλλα ζητήματα αντιμετώπισης που αφορούν τα ενδοκράνια ανευρύσματα.
Εξαιτίας του ότι ενδοκράνια ανευρύσματα ανιχνεύονται συχνά σε απεικονιστικές εξετάσεις όταν οι ασθενείς αξιολογούνται για αποφρακτική νόσο εγκεφαλικών αγγείων, συμπτωματική ή ασυμπτωματική, ο γιατρός συχνά έρχεται αντιμέτωπος με την αναγκαιότητα θεραπείας μιας στένωσης καρωτίδας σε συνθήκες παρουσίας μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος εντός του ενδοκράνιου τμήματος της εξωκράνια στενωμένης καρωτίδας. Τα δεδομένα από την «Βορειοαμερικανική Μελέτη Ενδαρτηρεκτομής της Καρωτίδας σε Συμπτωματικούς Ασθενείς» [North American Symptomatic Carotid Endarterectomy Trial] αποκάλυψαν ότι το 3,1% των ασθενών που εντάχθηκαν σε αυτή τη μελέτη εμφάνιζαν και μη ραγέν ενδοκράνιο ανεύρυσμα, με το 96% αυτών να είναι διαμέτρου μικρότερης των 10 χιλιοστών. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν στην καλύτερη συντηρητική αντιμετώπιση σε σύγκριση με την καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, ένας ασθενής εμφάνιζε υπαραχνοειδή αιμορραγία 6 ημέρες μετά την ενδαρτηρεκτομή της καρωτίδας. Στη νεκροτομική μελέτη, τα ανευρύσματα που είχαν ανιχνευθεί δεν ήταν η αιτία της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι σε ασθενείς με μικρά ασυμπτωματικά ανευρύσματα, η ανίχνευση ενός τέτοιου ανευρύσματος δεν θα πρέπει να επηρεάζει την απόφαση του κατά πόσο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ενδαρτηρεκτομή μια συμπτωματική καρωτιδική στένωση. Το κατά πόσο αυτόν τα δεδομένα μπορούν να γενικευτούν και για την καρωτιδική αγγειοπλαστική με τοποθέτηση ενδοπροθέματος δεν είναι ξεκάθαρο, αλλά πιθανότατα κάτι τέτοιο ισχύει. Σε συνθήκες παρουσίας μη ραγέντος ενδοκράνιου ανευρύσματος άνω των 10 χιλιοστών που βρίσκεται περιφερικά από τη θέση της καρωτιδικής στένωσης, ο κίνδυνος ρήξης μετά από μια επέμβαση στην καρωτίδα δεν είναι ξεκάθαρος. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα ήταν λογικό να πραγματοποιηθεί η αποκατάσταση του ανευρύσματος πριν από την επέμβαση στην καρωτίδα.
Συστάσεις.
Η Αμερικανική Ένωση Εγκεφαλικών Επεισοδίων (American Stroke Association) με βάση τα παραπάνω δεδομένα υποστηρίζει τις ακόλουθες συστάσεις (επιλογές) σχετικά με την αντιμετώπιση των μη ραγέντων εγκεφαλικών ανευρυσμάτων:
- Η αντιμετώπιση των μικρών ενδοσηραγγωδών ανευρυσμάτων γενικά δεν ενδείκνυται. Για τα μεγάλα συμπτωματικά ενδοσηρραγγώδη ανευρύσματα, η απόφαση για τη θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται με βάση την ηλικία του ασθενούς, τη σοβαρότητα και την εξέλιξη των συμπτωμάτων, καθώς και τις εναλλακτικές θεραπείες.
-Συμπτωματικά ανευρύσματα όλων των μεγεθών πρέπει να προκρίνονται για θεραπευτική αντιμετώπιση, με κύριο γνώμονα την γρηγορότερη και ουσιαστικότερη αντιμετώπιση της συμπτωματολογίας τους. Έτσι γιγαντιαία ανευρύσματα που λειτουργούν χωροκατακτητικά, ή μικρά ανευρύσματα που προκαλούν πάρεση εγκεφαλικών συζυγιών προτιμότερο είναι να αντιμετωπίζονται χειρουργικά παρά ενδοαγγειακά. Και πάλι όμως η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται λαμβανόμενων υπόψη των κινδύνων που ενέχουν η καθεμία από τις δύο θεραπευτικές επιλογές-του χειρουργείου και του εμβολισμού- σε σχέση με την κλινική κατάσταση του ασθενούς και το προσδόκιμο επιβίωσής του. Σε επιβαρυμένους ασθενείς με μικρό προσδόκιμο επιβίωσης η απλή παρακολούθηση ενός μη ραγέντος συμπτωματικού ανευρύσματος δεν πρέπει να απορρίπτεται ως εναλλακτική λύση.
-Συνυπάρχοντα ή πολλαπλά ανευρύσματα όλων των μεγεθών σε ασθενείς με υπαραχνοειδή αιμορραγία που οφείλεται σε άλλο ανεύρυσμα, πρέπει να αντιμετωπίζονται καθώς φέρουν αυξημένο κίνδυνο για μελλοντική αιμορραγία από ό, τι παρόμοιου μεγέθους ανευρύσματα χωρίς προηγούμενο ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας.
-Ανευρύσματα που βρίσκονται στην κορυφή της Βασικής Αρτηρίας φέρουν ένα σχετικά υψηλό κίνδυνο ρήξης.
-Οι αποφάσεις αντιμετώπισης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ηλικία του ασθενούς, το ιστορικό του ασθενούς και τη νευρολογική του εικόνα.
-Υπόψη θα πρέπει να λαμβάνονται και οι σχετικοί κίνδυνοι που ενέχουν οι παρεμβατικές μέθοδοι αντιμετώπισης των ανευρυσμάτων.
-Εάν ληφθεί η απόφαση για παρακολούθηση, αυτή θα πρέπει να γίνεται με επανεκτίμηση σε περιοδική βάση μέσω CTΑ/MRA ή DSA, και να δίδεται μεγάλη προσοχή στις αλλαγές στο μέγεθος και στην μορφή του ανευρύσματος, πράγμα που σημαίνει πως θα χρειαστεί και ιδιαίτερη προσοχή στους τεχνικούς παράγοντες για τη βελτιστοποίηση της αξιοπιστίας των νευροαπεικονιστικών αυτών μεθόδων.
-Λαμβάνοντας υπόψη την προφανή χαμηλό κίνδυνο αιμορραγίας από μη ραγέντα μικρά ανευρύσματα (διαμέτρου μικρότερης των 10 mm) σε ασθενείς χωρίς ιστορικό προηγούμενης υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, η απλή συστηματική παρακολούθηση έχει ένδειξη. Ωστόσο, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε ορισμένους ασθενείς σε αυτήν την ομάδα. Η αντιμετώπιση πρέπει να εξατομικεύεται λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του ασθενούς και το προσδόκιμο επιβίωσης του, καθώς και τις συνυπάρχουσες παθήσεις του. Ομοίως, μικρά ανευρύσματα που φτάνουν τα 10 mm διαμέτρου, αλλά έχουν χαρακτηριστικά στην μορφολογία τους και στην δυναμική της ροής αίματος εντός του ανευρυσματικού τους σάκου, όπως και ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό για ανευρύσματα ή ανευρυσματική υπαραχνοειδή αιμορραγία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής για περαιτέρω επεμβατική αντιμετώπιση.
-Ασυμπτωματικά ανευρύσματα διαμέτρου ≥10 mm γενικά πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη για επεμβατική αντιμετώπιση, συνυπολογίζοντας πάντα την ηλικία του ασθενούς, τις συνυπάρχουσες γενικές και νευρολογικές παθήσεις, και τους σχετικούς κινδύνους από την θεραπευτική αντιμετώπιση.
-Εμπειρίες, προκαταλήψεις, και προσωπικές προτιμήσεις των ασθενών επηρεάζουν την απόφαση για τη θεραπεία και θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.
-Παράγοντες που προκρίνουν την επεμβατική αντιμετώπιση περιλαμβάνουν το νεαρό της ηλικίας των ασθενών με αναμενόμενο μεγάλο προσδόκιμο επιβίωσης, το ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό ρήξης ανευρύσματος, τα μεγάλα ανευρύσματα, τα συμπτωματικά ανευρύσματα, την αύξηση του μεγέθους του ανευρύσματος, και τους χαμηλούς κινδύνους της θεραπευτικής αντιμετώπισης σε σχέση με το θεραπευτικό της όφελος και το τελικό κέρδος για την ζωή του ασθενή.
-Παράγοντες που ευνοούν την συντηρητική αντιμετώπιση (παρακολούθηση) περιλαμβάνουν τη μεγάλη ηλικία του ασθενούς, το μικρό του προσδόκιμου επιβίωσης, τις συνυπάρχουσες παθήσεις, και τα ασυμπτωματικά μικρά ανευρύσματα.
Η Αμερικανική Ένωση Εγκεφαλικών Επεισοδίων (American Stroke Association) με βάση τα παραπάνω δεδομένα υποστηρίζει τις ακόλουθες συστάσεις (επιλογές) σχετικά με την αντιμετώπιση των μη ραγέντων εγκεφαλικών ανευρυσμάτων:
- Η αντιμετώπιση των μικρών ενδοσηραγγωδών ανευρυσμάτων γενικά δεν ενδείκνυται. Για τα μεγάλα συμπτωματικά ενδοσηρραγγώδη ανευρύσματα, η απόφαση για τη θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται με βάση την ηλικία του ασθενούς, τη σοβαρότητα και την εξέλιξη των συμπτωμάτων, καθώς και τις εναλλακτικές θεραπείες.
-Συμπτωματικά ανευρύσματα όλων των μεγεθών πρέπει να προκρίνονται για θεραπευτική αντιμετώπιση, με κύριο γνώμονα την γρηγορότερη και ουσιαστικότερη αντιμετώπιση της συμπτωματολογίας τους. Έτσι γιγαντιαία ανευρύσματα που λειτουργούν χωροκατακτητικά, ή μικρά ανευρύσματα που προκαλούν πάρεση εγκεφαλικών συζυγιών προτιμότερο είναι να αντιμετωπίζονται χειρουργικά παρά ενδοαγγειακά. Και πάλι όμως η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται λαμβανόμενων υπόψη των κινδύνων που ενέχουν η καθεμία από τις δύο θεραπευτικές επιλογές-του χειρουργείου και του εμβολισμού- σε σχέση με την κλινική κατάσταση του ασθενούς και το προσδόκιμο επιβίωσής του. Σε επιβαρυμένους ασθενείς με μικρό προσδόκιμο επιβίωσης η απλή παρακολούθηση ενός μη ραγέντος συμπτωματικού ανευρύσματος δεν πρέπει να απορρίπτεται ως εναλλακτική λύση.
-Συνυπάρχοντα ή πολλαπλά ανευρύσματα όλων των μεγεθών σε ασθενείς με υπαραχνοειδή αιμορραγία που οφείλεται σε άλλο ανεύρυσμα, πρέπει να αντιμετωπίζονται καθώς φέρουν αυξημένο κίνδυνο για μελλοντική αιμορραγία από ό, τι παρόμοιου μεγέθους ανευρύσματα χωρίς προηγούμενο ιστορικό υπαραχνοειδούς αιμορραγίας.
-Ανευρύσματα που βρίσκονται στην κορυφή της Βασικής Αρτηρίας φέρουν ένα σχετικά υψηλό κίνδυνο ρήξης.
-Οι αποφάσεις αντιμετώπισης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ηλικία του ασθενούς, το ιστορικό του ασθενούς και τη νευρολογική του εικόνα.
-Υπόψη θα πρέπει να λαμβάνονται και οι σχετικοί κίνδυνοι που ενέχουν οι παρεμβατικές μέθοδοι αντιμετώπισης των ανευρυσμάτων.
-Εάν ληφθεί η απόφαση για παρακολούθηση, αυτή θα πρέπει να γίνεται με επανεκτίμηση σε περιοδική βάση μέσω CTΑ/MRA ή DSA, και να δίδεται μεγάλη προσοχή στις αλλαγές στο μέγεθος και στην μορφή του ανευρύσματος, πράγμα που σημαίνει πως θα χρειαστεί και ιδιαίτερη προσοχή στους τεχνικούς παράγοντες για τη βελτιστοποίηση της αξιοπιστίας των νευροαπεικονιστικών αυτών μεθόδων.
-Λαμβάνοντας υπόψη την προφανή χαμηλό κίνδυνο αιμορραγίας από μη ραγέντα μικρά ανευρύσματα (διαμέτρου μικρότερης των 10 mm) σε ασθενείς χωρίς ιστορικό προηγούμενης υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, η απλή συστηματική παρακολούθηση έχει ένδειξη. Ωστόσο, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε ορισμένους ασθενείς σε αυτήν την ομάδα. Η αντιμετώπιση πρέπει να εξατομικεύεται λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του ασθενούς και το προσδόκιμο επιβίωσης του, καθώς και τις συνυπάρχουσες παθήσεις του. Ομοίως, μικρά ανευρύσματα που φτάνουν τα 10 mm διαμέτρου, αλλά έχουν χαρακτηριστικά στην μορφολογία τους και στην δυναμική της ροής αίματος εντός του ανευρυσματικού τους σάκου, όπως και ασθενείς με θετικό οικογενειακό ιστορικό για ανευρύσματα ή ανευρυσματική υπαραχνοειδή αιμορραγία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής για περαιτέρω επεμβατική αντιμετώπιση.
-Ασυμπτωματικά ανευρύσματα διαμέτρου ≥10 mm γενικά πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη για επεμβατική αντιμετώπιση, συνυπολογίζοντας πάντα την ηλικία του ασθενούς, τις συνυπάρχουσες γενικές και νευρολογικές παθήσεις, και τους σχετικούς κινδύνους από την θεραπευτική αντιμετώπιση.
-Εμπειρίες, προκαταλήψεις, και προσωπικές προτιμήσεις των ασθενών επηρεάζουν την απόφαση για τη θεραπεία και θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη.
-Παράγοντες που προκρίνουν την επεμβατική αντιμετώπιση περιλαμβάνουν το νεαρό της ηλικίας των ασθενών με αναμενόμενο μεγάλο προσδόκιμο επιβίωσης, το ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό ρήξης ανευρύσματος, τα μεγάλα ανευρύσματα, τα συμπτωματικά ανευρύσματα, την αύξηση του μεγέθους του ανευρύσματος, και τους χαμηλούς κινδύνους της θεραπευτικής αντιμετώπισης σε σχέση με το θεραπευτικό της όφελος και το τελικό κέρδος για την ζωή του ασθενή.
-Παράγοντες που ευνοούν την συντηρητική αντιμετώπιση (παρακολούθηση) περιλαμβάνουν τη μεγάλη ηλικία του ασθενούς, το μικρό του προσδόκιμου επιβίωσης, τις συνυπάρχουσες παθήσεις, και τα ασυμπτωματικά μικρά ανευρύσματα.
*Joshua B. Bederson , MD, "Recommendations for the Management of Patients With Unruptured Intracranial Aneurysms."
*Seppo Juvela, MD, PhD, "Natural History of Unruptured Intracranial Aneurysms:A Long-term Follow-up Study."
*Seppo Juvela, MD, PhD, "Natural History of Unruptured Intracranial Aneurysms:A Long-term Follow-up Study."