Οστεοειδές οστέωμα μετωπιαίου κόλπου.

To οστεοειδές οστέωμα των παραρρινίων κόλπων είναι μια συνηθισμένη καλοήθης νεοπλασία, που ανευρίσκεται συνήθως τυχαία.
Τα οστεώματα βρίσκονται συνήθως ως τυχαίο εύρημα σε ασθενείς που υποβάλλονται σε απεικόνιση των κόλπων, και μάλιστα εμφανίζονται σε ποσοστό έως και 3% των Αξονικών Τομογραφιών των παραρρινίων κόλπων. Πιο συχνά διαγιγνώσκονται σε άτομα μέσης ηλικίας (20-50 ετών) και υπάρχει μια προτίμηση στους άρρενες (M: F = 2:1).
Τα περισσότερα οστεώματα είναι συνήθως ασυμπτωματικά και ανευρίσκονται τυχαία κατά την απεικόνιση των κόλπων.
Μπορούν όμως να γίνουν συμπτωματικά με έναν από τους δύο τρόπους:
-άμεσα, ως αποτέλεσμα της αύξησης του μεγέθους τους.
-έμμεσα, λόγω παρεμπόδισης της φυσιολογικής παροχέτευσης κόλπων.
Τα οστεοειδή οστεώματα είναι δυνατόν να πονάνε ανεξάρτητα του μεγέθους τους και ο πιθανότερος μηχανισμός έκλυσης του πόνου θεωρείται η έκλυση προσταγλανδίνης Ε-2.
Μερικά οστεώματα είναι μεγάλα και εξωφυτικά. Μπορούν να είναι ψηλαφητά (όπως είναι όταν εντοπίζονται στον θόλο του κρανίου) ή να συμπιέσουν λειτουργικές δομές, όπως είναι ο οφθαλμικός κόγχος. Ένα οστέωμα μπορεί ακόμη αν και σπάνια να επεκταθεί προς το εγκέφαλο και να οδηγήσει σε διάβρωση της σκληράς μήνιγγας με αποτέλεσμα την εκροή ΕΝΥ, την ενδοκράνια συλλογή αέρα και την ενδοκρανιακή λοίμωξη (μηνιγγίτιδα, εγκεφαλικό απόστημα ).
Πιο συχνά όμως μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την κανονική αποστράγγιση ενός ή περισσότερων παραρρινίων κόλπων οδηγώντας έτσι σε οξεία ή χρόνια ιγμορίτιδα ή ακόμη και στον σχηματισμό βλεννοκήλης.
Τα Οστεώματα είναι συχνά σε διάφορα σημεία της κεφαλής, ιδιαίτερα στην κάτω γνάθο και στον κρανιακό θόλο. Υπάρχει μια συγκεκριμένη κατανομή συχνότητας εντός των παραρρινίων κόλπων:
-μετωπιαίους κόλπους: 80%
-ηθμοειδείς κόλπους: 15%
-ιγμόρειο: 5%
-σφηνοειδής κόλπος: ~2%
Η αιτιοπαθογενεία τους είναι άγνωστη, αλλά σύγχρονες θεωρίες προτείνουν και εμπλέκουν εμβρυογενετικούς, τραυματικούς ή και λοιμώδης μηχανισμούς. Οστεώματα βρίσκονται στο σύνδρομο του Gardner (Μορφή της οικογενούς πολυποδίασης, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πολλαπλών πολυπόδων στο παχύ έντερο, δεσμοειδείς όγκους (ινώδεις όγκους), οστεώματα κρανίου και σμηγματογόνες κύστεις). Περίπου το 30% των ασθενών με οστέωμα στους παραρρίνιους κόλπους έχουν και ιστορικό ρινοκολπίτιδας, αν και αιτιώδης συνάφεια δεν έχει τεκμηριωθεί παθογενετικά. Περίπου 10% των ασθενών με οστέωμα του θόλου του κρανίου, αναφέρουν και ιστορικό κάκωσης, αλλά και εδώ επίσης αιτιώδης συνάφεια δεν τεκμηριώνεται.
Σε ασυμπτωματικές περιπτώσεις συνιστάται η απλή παρακολουθήση. Όταν  όμως η συμπτωματολογία του ασθενούς αποδίδεται στην ύπαρξη του οστεώματος (πχ. υποτροπιάζουσες κολπίτιδες) η χειρουργική αντιμετώπιση έχει απόλυτη ένδειξη.