Το Αναπλαστικό Αστροκύτωμα είναι ένας σπάνιος κακοήθης όγκος του εγκεφάλου. Τα αστροκυτώματα είναι όγκοι που αναπτύσσονται από τα υποστηρικτικά κύτταρα του εγκεφάλου που λόγω τους σχήματος τους ως αστεριού ονομάζονται αστροκύτταρα. Τα αστροκύτταρα και άλλα παρόμοια κύτταρα (γλοιακά) σχηματίζουν τον ιστό που περιβάλλει και προστατεύει τα βασικά νευρικά κύτταρα που βρίσκονται μέσα στον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Συλλογικά, αυτά τα κύτταρα είναι γνωστά ως "νευρογλοιακά κύτταρα" και ο ιστός που σχηματίζουν είναι γνωστός ως "νευρογλοιακός". Όγκοι που προκύπτουν από τον νευρογλοιακό ιστό, συμπεριλαμβανομένων των αστροκυτωμάτων, αναφέρονται συλλογικά ως γλοιώματα.
Τα αστροκυτώματα ταξινομούνται σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης που αναπτύχθηκε από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) σε τέσσερις κατηγορίες με βάση το πόσο γρήγορα τα κύτταρα πολλαπλασιάζονται και εξαπλώνονται: Κατηγορίες Ι και ΙΙ, όπου τα αστροκυτώματα είναι καλοήθη και αναφέρονται ως χαμηλής κακοήθειας. Κατηγορίες ΙΙΙ και IV, όπου τα αστροκυτώματα είναι κακοήθη και αναφέρονται ως υψηλής κακόθειας αστροκυτώματα. Το Αναπλαστικό Αστροκύτωμα είναι βαθμού ΙΙΙ. Το βαθμού IV αστροκυτώματα είναι γνωστό ως Πολύμορφο Γλοιοβλάστωμα. Κάθε αστροκυτώματα χαμηλού βαθμού μπορεί να αλλάξει σε υψηλότερης κακοήθειας με την πάροδο του χρόνου.
Τα συμπτώματα των όγκων αυτών ποικίλουν ανάλογα με την ακριβή τοποθεσία και το μέγεθος του όγκου. Τα περισσότερα συμπτώματα προκύπτουν από την αυξημένη πίεση εντός του εγκεφάλου. Ένα αναπλαστικό αστροκύτωμα συνήθως αναπτύσσεται αργά την πάροδο του χρόνου, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί και με ταχείς ρυθμούς. Η αυξημένη πίεση εντός του εγκεφάλου μπορεί να προκαλείται είτε από τον ίδιο τον όγκο ή λόγω απόφραξης της ροής του εγκεφαλονωτιαίου υγρού (CSF) και ανάπτυξης υδροκεφαλίας. Τα συμπτώματα που συνδέονται συνήθως με το αναπλαστικό αστροκύτωμα περιλαμβάνουν πονοκεφάλους, λήθαργο ή υπνηλία, εμετό, αλλαγές στην προσωπικότητα ή την ψυχική κατάσταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιληπτικές κρίσεις, προβλήματα όρασης, αδυναμία στα χέρια και τα πόδια μπορεί επίσης να εμφανιστούν.
Πιο συγκεκριμένα συμπτώματα σχετίζονται με την περιοχή του εγκεφάλου όπου βρίσκεται ο όγκος. Ένας όγκος στο μετωπιαίο λοβό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα μνήμης, αλλαγές στην προσωπικότητα και την διάθεση, αλλά και παράλυση (ημιπληγία) στην αντίθετη πλευρά του σώματος. Οι όγκοι στον κροταφικό λοβό μπορεί να προκαλέσουν επιληπτικές κρίσεις, προβλήματα μνήμης, και προβλήματα ομιλίας. Οι όγκοι στον βρεγματικό λοβό μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα με την επικοινωνία μέσω από τα γραπτά (αγραφία), προβλήματα με λεπτές κινητικές ικανότητες, ή αισθητηριακές διαταραχές, όπως μούδιασμα ή αίσθημα καύσου (παραισθησίες). Οι όγκοι στον ινιακό λοβό μπορεί να προκαλέσουν απώλεια της όρασης.
Άλλες κοινές θέσεις για αναπλαστικό αστροκύτωμα περιλαμβάνουν το τμήμα του εγκεφάλου που περιέχει τον θάλαμο και τον υποθάλαμο (διεγκέφαλος), την παρεγκεφαλίδα και το νωτιαίο μυελό. Οι όγκοι της περιοχής διεγκέφαλου μπορεί να προκαλέσουν πονοκεφάλους, κούραση, αδυναμία των χεριών και των ποδιών, προβλήματα όρασης, και ορμονικές ανισορροπίες. Οι όγκοι στην παρεγκεφαλίδα μπορεί να προκαλέσουν πονοκεφάλους, αλλαγές στην προσωπικότητα ή τη συμπεριφορά, καθώς και προβλήματα ισορροπίας. Όγκοι του νωτιαίου μυελού μπορεί να προκαλέσουν πόνο στην πλάτη, αισθητικές διαταραχές όπως μούδιασμα ή αίσθημα καύσου (παραισθησίες), αδυναμία, και διαταραχές βάδισης.
Η ακριβής αιτιοπαθογένεια των αναπλαστικών αστροκυτωμάτων είναι άγνωστη. Οι ερευνητές υποθέτουν ότι γενετικές και ανοσολογικές ανωμαλίες, περιβαλλοντικοί παράγοντες (π.χ. έκθεση σε υπεριώδεις ακτίνες, ορισμένα χημικά, ιονίζουσα ακτινοβολία), η δίαιτα, το άγχος, και άλλοι παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν στην πρόκληση συγκεκριμένων τύπων καρκίνου στον εγκέφαλο.
Τα αστροκυτώματα συμβαίνουν με μεγαλύτερη συχνότητα σε ορισμένες γενετικές διαταραχές συμπεριλαμβανομένου της νευροϊνωμάτωσης Ι, του σύνδρομου Li-Fraumeni, και της οζώδους σκλήρυνσης. Εκτός από αυτές τις σπάνιες παθήσεις, η συντριπτική πλειοψηφία των αστροκυτωμάτων δεν εμφανίζει κληρονομικότητα. Παρόλα αυτά πιστεύεται ότι ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν μια γενετική προδιάθεση για την ανάπτυξη ενός αστροκυτώματος. Ένα άτομο που έχει γενετική προδιάθεση για μία διαταραχή φέρει ένα γονίδιο (ή γονίδια) για την ασθένεια, αλλά το γονίδιο αυτό δεν μπορεί να εκφραστεί εκτός εάν "ενεργοποιηθεί" υπό ορισμένες συνθήκες, όπως πχ. συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Το αναπλαστικό αστροκύτωμα εμφανίζεται στους άνδρες λίγο πιο συχνά από ότι στις γυναίκες. Η ακριβής συχνότητα αυτών των όγκων είναι άγνωστη. Το αναπλαστικό αστροκύτωμα και το πολύμορφο γλοιοβλάστωμα υπολογίζεται ότι επηρεάζουν 5-8 άτομα ανά 100.000 στο γενικό πληθυσμό. Το αναπλαστικό αστροκύτωμα είναι πιο συχνό στους ενήλικες από τα παιδιά. Στους ενήλικες, το αναπλαστικό αστροκύτωμα αναπτύσσεται συνήθως στις ηλικίες μεταξύ 30 και 50 ετών. Τα αστροκυτώματα και ένα άλλος νευρογλοιακός όγκος (το ολιγοδενδρογλοίωμα) είναι οι πιο κοινοί πρωτογενείς όγκοι του εγκεφάλου στους ενήλικες.
Στα παιδιά, το αναπλαστικό αστροκύτωμα αναπτύσσεται συνήθως μεταξύ των 5 και 9 ετών. Κακοήθη αστροκυτώματα (δηλαδή, αναπλαστικό αστροκύτωμα και πολύμορφο γλοιοβλάστωμα) αντιπροσωπεύουν περίπου το 10 τοις εκατό των όγκων του κεντρικού νευρικού συστήματος της παιδικής ηλικίας. Τα αστροκυτώματα ως σύνολο αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των πρωτογενών όγκων της παιδικής ηλικίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Τα περισσότερα αστροκυτώματα (περίπου το 80 τοις εκατό) στα παιδιά είναι χαμηλής κακοήθειας.
Η διάγνωση για το αναπλαστικό αστροκύτωμα γίνεται με βάση μια λεπτομερή κλινική αξιολόγηση, ένα πλήρες ιστορικό του ασθενούς, καθώς και μια ποικιλία απεικονιστικών τεχνικών, συμπεριλαμβανομένων της αξονικής (CT) και μαγνητικής τομογραφίας (MRI). Η χειρουργική αφαίρεση και παθολοανατομική εξέταση (βιοψία) του ιστού από τον όγκο θα επιβεβαιώσει την διάγνωση.
Οι τρεις κύριες μορφές θεραπείας για το αναπλαστικό αστροκύτωμα είναι η χειρουργική επέμβαση, η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία. Αυτές οι θεραπείες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνες τους ή σε συνδυασμό μεταξύ τους. Η αρχική θεραπεία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η χειρουργική εκτομή και απομάκρυνση του όγκου όσο το δυνατόν είναι εφικτή. Μερικές φορές, μόνο ένα μέρος του όγκου μπορεί να αφαιρεθεί με ασφάλεια επειδή κακοήθη κύτταρα μπορεί να έχουν εξαπλωθεί σε περιβάλλοντα εγκεφαλικό ιστό ζωτικής σημασίας. Επειδή η χειρουργική επέμβαση συχνά δεν μπορεί να αφαιρέσει εντελώς έναν όγκο, η ακτινοθεραπεία και η χημειοθεραπεία χρησιμοποιούνται συνήθως μετά από την χειρουργική επέμβαση για να συμπληρώσουν τη θεραπεία.