Η νόσος CADASIL (Cerebral Autosomal-Dominant Arteriopathy with Subcortical Infarcts and Leukoencephalopathy: εγκεφαλική αρτηριοπάθεια αυτοσωμικού επικρατούντος χαρακτήρα με υποφλοιώδη έμφρακτα και λευκοεγκεφαλοπάθεια), είναι μια σπάνια κληρονομούμενη νόσος που χαρακτηρίζεται από παροδικά ισχαιμικά επεισόδια, εγκεφαλικά έμφρακτα και αγγειακή άνοια. Πρώτη φορά περιγράφηκε το 1991 από τους Tournier-Lasserve. Οφείλεται σε μεταλλάξεις του γονιδίου Notch3 που βρίσκεται στο χρωμόσωμα 19. Το γονίδιο αυτό κωδικοποιεί έναν διαμεμβρανικό υποδοχέα ο οποίος πρωτίστως εκφράζεται στα λεία μυϊκά κύτταρα των αρτηριών. Η ασθένεια προσβάλλει κυρίως τα μικρά αιμοφόρα αγγεία στη λευκή ουσία του εγκεφάλου. Κληρονομείται με τον αυτοσωματικό κυρίαρχο τύπο, πράγμα που σημαίνει ότι ένας γονέας αρκεί για να "περάσει" το ελαττωματικό γονίδιο στα παιδιά του. Μέχρι τώρα η νόσος CADASIL έχει καταγραφεί σε 400 οικογένειες. Οι κλινικές επιπλοκές εμφανίζονται για πρώτη φορά μεταξύ 30 και 50 ετών και περιλαμβάνουν: αυξημένα επεισόδια ημικρανιών με ή χωρίς τυπική αύρα, επαναλαμβανόμενα υποφλοιώδη αγγειακά επεισόδια, υποφλοιώδη άνοια, ενώ συχνά συνοδεύονται από συμπτώματα, που άπτονται της ψυχιατρικής και συγκεκριμένα, του τύπου των αγχωδών διαταραχών, των διαταραχών της διάθεσης, ακόμη και ψυχωτικού τύπου διαταραχών. Μάλιστα, στην πλειοψηφία των γυναικών, η ημικρανία με αύρα εμφανίζεται νωρίτερα από ότι στους άνδρες, ενώ παράλληλα τα εγκεφαλικά επεισόδια εμφανίζονται περίπου 15 χρόνια μετά, σε σύγκριση με αυτούς. Κάποιοι ασθενείς ενδέχεται να παραμείνουν ασυμπτωματικοί μέχρι τα εξήντα τους χρόνια. Η μέση διάρκεια της νόσου είναι τα 20 έτη. Η πρώιμη αγγειακή εξασθένιση του αμφιβληστροειδούς μπορεί να προηγείται της κλινικής συμπτωματολογίας. Η ημικρανία, η οποία εμφανίζεται περίπου στο 40% των πασχόντων από τη νόσο CADASIL, μπορεί να αποτελεί την απαρχή της νόσου ως μοναδικό σύμπτωμα στους ασθενείς μεταξύ 20 και 30 ετών. Στο 90% των ατόμων που εμφανίζουν ημικρανίες, αυτές συνοδεύονται από αύρα. Η έκπτωση των γνωσιακών λειτουργιών μπορεί να αρχίσει από την ηλικία των 35 ετών, ενώ η βαρύτητα της έκπτωσης αυτής επέρχεται προοδευτικά και ποικίλει. Ένα εξίσου πιθανό κλινικό εύρημα της νόσου είναι η άνοια, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχές τόσο της μνήμης όσο και της εκτελεστικής ικανότητας. Οι ασθενείς, σε ηλικία 40–50 ετών, συνήθως παρουσιάζουν ισχαιμικά επεισόδια ή παροδικά ισχαιμικά επεισόδια (ΤΙΑ), τα οποία μάλιστα είναι πολλαπλά, σε ποσοστό πάνω από 80%. Οξεία εγκεφαλοπάθεια έχει επίσης περιγραφεί σε τουλάχιστον 12 περιπτώσεις ασθενών, συνοδευόμενη από πονοκεφάλους, σύγχυση, πυρετική κίνηση, σπασμούς και κώμα, η οποία κάποιες φορές μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε θάνατο. Περίπου το 30% των ασθενών παρουσιάζουν ψυχιατρικά συμπτώματα, ενώ το 10% αυτών εμφανίζουν επιληψία κατά τη μέση ηλικία. Επιπροσθέτως, έχουν αναφερθεί διαταραχές της ακοής (υποακουσία) και μαθησιακές διαταραχές. Καθώς η νόσος εξελίσσεται οι ασθενείς εμφανίζουν έμφρακτα και στα δύο ημισφαίρια με την χαρακτηριστική εικόνα της ψευδοπρομηκικής παράλυσης. Σε γενικές γραμμές, ο θάνατος ακολουθεί σε ηλικία 55-65 ετών μετά από μια μέση διάρκεια της νόσου 20 ετών. Oι άνδρες τείνουν να πεθαίνουν νωρίτερα από ό,τι οι γυναίκες.
Η διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί με τις παρακάτω μεθόδους:
1. Με τη μέθοδο του γενετικού ελέγχου (genetic testing) καθίσταται δυνατή η ανάδειξη των ατόμων που είναι φορείς του μεταλλαγμένου γονιδίου Notch3.
2. Με την βοήθεια της Μαγνητικής Τομογραφίας Eγκεφάλου (MRI),η οποία αναδεικνύει διάχυτες προσβεβλημένες περιοχές, τόσο στη λευκή ουσία, όσο και γύρω από τις κοιλίες, συχνά σχετιζόμενες με έμφρακτα στη λευκή ουσία, στα βασικά γάγγλια και στο εγκεφαλικό στέλεχος. Χαρακτηριστικό εύρημα είναι οι συρρέουσες -υψηλού σήματος στις Τ2 και FLAIR ακολουθίες-, βλάβες της λευκής ουσίας. Οι περισσότερες βλάβες παρατηρούνται περικοιλιακά αλλά και επίσης στα βασικά γάγγλια, το θάλαμο και τη γέφυρα. Μολονότι η υποφλοιώδης λευκή ουσία μπορεί να συμμετέχει διάχυτα, ο μετωπιαίος (93%) και ο κροταφικός (86%) λοβός όπως και η λευκή ουσία στην νήσο του Rail (93%) προσβάλλονται χαρακτηριστικά. Εγκεφαλικές μικροαιμορραγίες έχουν αναφερθεί να συμβαίνουν σε 25 - 70% των περιπτώσεων, χωρίς χαρακτηριστική κατανομή. Πρέπει να τονιστεί ότι η Μαγνητική δεν αρκεί για να μπει η διάγνωση της νόσου: είναι υποβοηθητική στο να θέσει την υποψία για την νόσο και μόνο.
3. Μέσω βιοψίας: (α) με τη χρήση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου καθίσταται δυνατή η ιστολογική μελέτη των αρτηριολίων. Είναι δυνατόν να αναδειχθούν χαρακτηριστικές αλλοιώσεις των αγγείων, όπως κοκκιωματώδη ωσμωφυλλικά υλικά στο μέσο του αυλού τους. (β) η ανοσοχρωστική ιστού, που λαμβάνεται επίσης με βιοψία, αποτελεί μία ιδιαίτερα ευαίσθητη τεχνική, η οποία ωστόσο δεν είναι ευρέως διαθέσιμη.
Η απόπτωση των νευρώνων μπορεί να συμβάλει στην ατροφία του φλοιού και την έκπτωση των γνωσιακών λειτουργιών στους ασθενείς με CADASIL. Μάλιστα, η απόπτωση των νευρικών κυττάρων μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να οφείλεται σε αξονικές βλάβες της υποκείμενης λευκής ουσίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκεφαλική ατροφία έχει αναγνωριστεί πρόσφατα ως βασικός δείκτης της εξέλιξης της νόσου CADASIL.
Η διαφορική διάγνωση της νόσου του CADASIL περιλαμβάνει τα παρακάτω κλινικά σύνδρομα:
1. Νόσος του Binswanger.
2. Σκλήρυνση κατά πλάκας (Multiple sclerosis).
3. Πρωτοπαθής αγγειίτιδα του νευρικού συστήματος (Primary angiitis of the nervous system).
4. Θρομβοφιλία οφειλόμενη σε μετάλλαξη του παράγοντα V LEIDEN.
5. Ομοκυστινουρία.
6. Χ-κληρονομούμενες λευκοδυστροφίες των επινεφριδίων (X-linked adrenoleukodystrophies).
7. Νόσος του Fabry.
8. Μιτοχονδριακή μυοπάθεια με εγκεφαλοπάθεια (Mitochondrial myopathy with encephalopathy).
9. Γαλακτική οξέωση και επεισόδια ομοιάζοντα με εγκεφαλικά (Lactic acidosis and stroke like episodes, MELAS).
Δυστυχώς δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την νόσο. Η αντιμετώπιση των ασθενών περιλαμβάνει αρχικά την αντιμετώπιση άλλων συμπαρομαρτούντων νόσων και παραγόντων που προδιαθέτουν για εγκεφαλικά επεισόδια όπως πχ. το κάπνισμα, την υπέρταση, το σάκχαρο κα. Αντιαιμοπεταλιακή αγωγή αν και φαίνεται καταρχάς δικαιολογημένη, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την μεγάλη τάση για μικρο-αιμορραγίες που εμφανίζουν αυτοί οι ασθενείς, και ως εκ τούτου η βαρφαρίνη θα πρέπει να αποφεύγεται. Επίσης η χορήγηση tPA (tissue plasminogen activator: ιστικού ενεργοποιητή του πλασμινογόνου) αλλά και άλλων θρομβολυτικών παραγόντων μετά την εμφάνιση του εγκεφαλικού επεισοδίου δεν συνιστάται για ασθενείς με CADASIL, λόγω ακριβώς αυτού του αυξημένου κινδύνου των μικρο-αιμορραγιών και συνεπαγόμενου υψηλού κινδύνου αιμορραγικής εξαλλαγής των ισχαιμικών τους. Σε μερικούς ασθενείς με CADASIL χορηγείται L-αργινίνη, για την ανακούφιση από τα συμπτώματά τους, όπως τον πονοκέφαλο. Η υδροχλωρική δονεπεζίλη, που συνήθως χρησιμοποιείται στη νόσο του Αλτσχάιμερ, έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει τις γνωσιακές και εκτελεστικές λειτουργίες σε ασθενείς με CADASIL.
Πρόσφατες πειραματικές μελέτες της δρ. Li-Ru Zhao, καθηγήτριας Νευροχειρουργικής στο State University of New York, για τον ρόλο των βλαστοκυττάρων στην αντιμετώπιση της νόσου CADASIL έχουν ανοίξει θετικές προσδοκίες για πολλούς πάσχοντες: πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα θεραπευτικά αποτελέσματα της μεταμόσχευσης βλαστοκυττάρων (Stem cell) για την αποκατάσταση του εγκεφάλου σε περιπτώσεις εγκεφαλικού επεισοδίου, νόσου Alzheimer και νόσου CADASIL.