Κύστη Tarlov.

Οι περινευρικές κύστεις Tarlov είναι κύστεις που σχηματίζονται στο περίβλημα νευρικών ριζών (μεταξύ περινευρίου και ενδονευρίου) της Σπονδυλικής Στήλης στο όριο οπίσθιου γαγγλίου και νωτιαίας ρίζας. Αρχικά περιγράφηκαν από τον IM Tarlov το 1938 στον Καναδά. Αναπτύσσονται σε ολόκληρο το μήκος της Σπονδυλικής Στήλης αλλά το 80% αυτών βρίσκονται στην ιερή μοίρα της Σπονδυλικής Στήλης.
Παρατηρούνται σε περίπου 5% του πληθυσμού, συχνότερα όμως στις γυναίκες. Περίπου 20% αυτών των ασθενών παρουσιάζουν συμπτώματα. Πρόκειται κυρίως για γυναίκες μέσης ηλικίας (45-50 ετών). Το 30% των ασθενών αυτών έχουν πολλαπλές κύστεις. Το πλείστον των κύστεων αυτών αναπτύσσονται στις ιερές Ι2 και Ι3 νευρικές ρίζες. Το τοίχωμα των κύστεων εμπεριέχουν νευρικά ριζίδια τα οποία και έρχονται σε συνέχεια με νευρικά ριζίδια του σπονδυλικού σάκου. Οι κύστεις πληρούνται με εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ).
Οι κύστεις Tarlov θεωρούνται Τύπου ΙΙ μηνιγγικές κύστεις, δηλαδή ως εξωσκληρίδιες μηνιγγικές κύστεις με νευρικές ίνες στο τοίχωμά τους. 
Ο Nabors κ.ά. κατατάσσουν τις αραχνοειδείς/μηιγγικές κύστεις σε τρεις τύπους:
Τύπος Ι: Εξωμηνιγγικές χωρίς νευρικά ινίδια στο τοίχωμά τους, όπως είναι τα εκκολπώματα των μηνίγγων.
Τύπος ΙΙ: Εξωμηνιγγικές με νευρικά ινίδια στο τοίχωμά τους. Υπάρχουν δύο τύποι: Οι Tarlov (περινευρικές) κύστεις που βρίσκονται οπισθίως προς το γάγγλιο της ρίζας, με ίνες νεύρων εντός ή στα τοιχώματα και δεν επικοινωνούν με τον περινευρικό αραχνοειδή χώρο. Η δεύτερη παραλλαγή των κύστεων τύπου ΙΙ βρίσκονται προσθίως από το γάγγλιο του νεύρου, με νευρικές ίνες μέσα και επικοινωνούν με τον υπαραχνοειδή χώρο.
Τύπος ΙΙΙ: Ενδοσκληρίδιες. Αυτές είναι είτε εκ γενετής ή προκαλούνται από τραύμα και σπανίως συνδέονται με άλλες ανωμαλίες. Περίπου το 75% ανευρίσκονται στην περιοχή της Θωρακικής Μοίρας. Οι περισσότερες από τις συγγενούς αιτιολογίας κύστεις τύπου III βρίσκονται οπίσθια από τον νωτιαίο μυελό, σε αντίθεση με αυτές που προκαλούνται από τραύμα που μπορεί να αναπτυχθούν προσθίως.
Ο επιπολασμός και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων σε ασθενείς με κύστεις Tarlov είναι αμφιλεγόμενη. Παραδοσιακά, και ακόμη και σήμερα σε μεγάλο βαθμό η κυρίαρχη άποψη, είναι πως οι περισσότερες κύστεις Tarlov είναι ασυμπτωματικές. Σε ορισμένους ασθενείς, φαίνεται ότι οι κύστεις είναι η αιτία των συμπτωμάτων, όπως περινεϊκού πόνου / διαταραχές ούρησης και αφόδευσης / δυσπαρεύνια / σεξουαλική δυσλειτουργία. Τα συμπτώματα επιτείνονται με το κάθισμα ή με την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης (δοκιμασία Vasalva). Μεγάλες κύστεις μπορεί να προκαλέσουν τοπικό πόνο λόγω της πίεσης που ασκούν και της επακόλουθης αναδιαμόρφωσης των οστών. Τα συμπτώματα, ωστόσο, δεν φαίνεται όμως να συσχετίζονται ιδιαίτερα με το μέγεθος.
Οι περισσότερες κύστεις Tarlov διαγιγνώσκονται με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους (Αξονική και Μαγνητική Τομογραφία) πολύ εύκολα, και σπάνια τίθενται διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα.
Μικρές κύστεις χωρίς συμπτώματα δεν χρήζουν αντιμετώπισης. Όταν οι κύστεις Tarlov είναι συμπτωματικές τότε χρήζουν θεραπείας: μικρές κύστεις μπορούν να αντιμετωπιστούν συμπτωματικά με αντιφλεγμονώδη και κυρίως διαδερμική ηλεκτρική νευρική διέγερση (TENS). Μεγάλες κύστεις ή κύστεις που έχουν έντονη και επιδεινούμενη νευρολογική συμπτωματολογία πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά. Η μοντέρνα χειρουργική αποσυμπίεση προυποθέτει διάνοιξη της κύστης, προσεχτική αποκόλληση ριζιδίων από το τοίχωμα αυτής, μερική συρραφή της επικοινωνίας κύστης και σπονδυλικού σάκου και τελικά περιτύλιγμα (''wrapping'') της κύστης με διπλό στρώμα τεχνητής μήνιγγος ή λίπους. Τα αποτελέσματα της επέμβασης αυτής ξεπερνούν κατά πολύ τις απόπειρες που είχαν διενεργηθεί στο παρελθόν για θεραπεία (π.χ. απλή διάνοιξη και αναρρόφηση του περιεχομένου της κύστης, έγχυση κόλλας, οσφυοπεριτοναική βαλβίδα κτλ). Η επέμβαση προσφέρει πλήρη ή ικανοποιητική ανακούφιση σε περίπου 75% τψν ασθενών ενώ και οι υπόλοιποι ασθενείς παρουσιάζουν βελτίωση με μείωση των ισχυρών ναρκωτικών αναλγητικών που λαμβάνουν.