Τοξοπλάσμωση εγκεφάλου.

 
 
 
Η τοξοπλάσμωση είναι μια συστηματική ασθένεια που την προκαλεί το πρωτόζωο τοξόπλασμα, ιδιαίτερα το είδος Toxoplasma gondii, μεταδιδόμενο στον άνθρωπο από τα κατοικίδια. Το τοξόπλασμα εμφανίζει τρεις μολυσματικές μορφές και κύριος (τελικός) ξενιστής του είναι η γάτα. Μέσω των μολυσμένων τροφίμων και του μολυσμένου περιβάλλοντος (όχι άμεσα από τη γάτα) μπορεί να προσβάλλει τον άνθρωπο και άλλα ζώα (πουλιά, τρωκτικά, χοίρους, πρόβατα κ.ά.). Η γάτα μολύνεται με τη βρώση μολυσμένου κρέατος ή μολυσμένων τρωκτικών, πτηνών κ.ά. Ο άνθρωπος μολύνεται με την κατάποση ωοκύστεων του παρασίτου από το περιβάλλον (όχι από τα νωπά κόπρανα της γάτας - οι άωρες ωοκύστεις εξελίσσονται σε ώριμες μετά από 2-4 ημέρες από την αποβολή των κοπράνων) ή με τη βρώση ατελώς ψημένου χοιρινού, βόειου κ.ά. κρέατος που περιέχει τοξοπλασμικές κύστεις. Συνεπώς, κύρια πηγή μετάδοσης στον άνθρωπο στις ανεπτυγμένες χώρες είναι το κρέας από μολυσμένα ζώα, καθώς και τα φρούτα και τα λαχανικά που τρώγονται ωμά ή ατελώς πλυμένα. Η γάτα πάντως και ορισμένα αιλουροειδή είναι τα μόνα ζώα στο εντερικό σύστημα των οποίων το παράσιτο ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του, με αποτέλεσμα την αποβολή των άωρων ωοκύστεών του με τα κόπρανα για διάστημα 10-20 ημερών (οι άωρες ωοκύστεις ωριμάζουν και μπορούν να μολύνουν τα ζώα και τον άνθρωπο, μετά την παραμονή τους στο εξωτερικό περιβάλλον για 2-4 ημέρες).
Ο τελικός ξενιστής (γάτα) και οι ενδιάμεσοι ξενιστές (άνθρωπος και ζώα) μολύνονται:
α) με τις “κύστεις” του παρασίτου, όταν καταναλώνεται ωμό ή ατελώς ψημένο κρέας μόσχου, προβάτου, χοίρου κ.ά. (κιμάς, γύρος, σουβλάκι κ.ά.),
β) με τις ώριμες ωοκύστεις του παρασίτου, όταν καταναλώνονται μολυσμένα χόρτα (από τα ζώα) και άπλυτα ή ατελώς πλυμένα μολυσμένα φρούτα, λαχανικά κ.ά. από τον άνθρωπο, και
γ) με τα ελεύθερα παράσιτα (μεροζωΐδια), που κυκλοφορούν για λίγους μήνες μετά την αρχική μόλυνση (στάδιο παρασιταιμίας) στο αίμα της εγκύου και στο γάλα της μητέρας και είναι δυνατόν να μολύνουν αντίστοιχα, τα έμβρυα (ενδομητρική μόλυνση) και τα νεογέννητα (το παράσιτο αποβάλλεται με το γάλα του προβάτου και της αιγός 10-34 ημέρες μετά τη μόλυνση των ζώων).
Αμέσως μετά τη μόλυνση, τα παράσιτα εισβάλλουν στον βλεννογόνο του εντέρου, εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος, εισβάλλουν στα εμπύρηνα κύτταρα του αίματος, κυρίως στα μονοκύτταρα/ μακροφάγα, πολλαπλασιάζονται (16-32 παράσιτα/κύτταρο) και καταστρέφουν τα κύτταρα κάθε 12-24 ώρες (παρασιταιμία), για περίπου 8 μήνες. Μετά, εισβάλλουν στα κύτταρα των ιστών (εγκέφαλος, αμφιβληστροειδής χιτώνας, μυικός ιστός κ.α.) και παράγουν “κύστεις”, μέσα στις οποίες αναπτύσσονται έως 60.000 παράσιτα (αναφέρονται ως τροφοζωΐδια, μεροζωΐδια, βραδυζωΐδια, κυστοζωΐδια).
Στη γάτα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, παράγονται οι “κύστεις” του τοξοπλάσματος στους ιστούς και επιπλέον, οι άωρες ωοκύστεις του παρασίτου στα επιθηλιακά κύτταρα του εντέρου και αποβάλλονται με τα κόπρανα του ζώου στο εξωτερικό περιβάλλον, για 3-36 ημέρες μετά τη μόλυνση, όπου καθίστανται ώριμες σε διάστημα 2-4 ημερών. Η αποβολή των άωρων ωοκύστεων από τη μολυσμένη γάτα διαρκεί συνολικά 2-20 ημέρες και συμβαίνει σχεδόν αποκλειστικά, μόνον μετά την πρώτη μόλυνση του ζώου, όταν η γάτα διατρέφεται με ωμό κρέας, πιάνει ποντίκια κ.ά. Μετά τη δεύτερη ή την τρίτη μόλυνση, ο οργανισμός της γάτας αναπτύσσει ανοσία "τύπου προάσπισης", οπότε διακόπτεται ο πολλαπλασιασμός του παρασίτου στο έντερο, καθώς και η αποβολή άωρων ωοκύστεων στο περιβάλλον.
Οι άνθρωποι συνήθως μολύνονται από τις παρακάτω οδούς μετάδοσης:
  • Μέσω πεπτικής οδού και ρινοφαρυγγικής κοιλότητας με την κατανάλωση ωμού ή μισοψημένου κρέατος (ειδικά βοδινό, χοιρινό και αρνίσιο), από μολυσμένα φυλλώδη πράσινα λαχανικά που δεν έχουν πλυθεί καλά όπως και από το χώμα.
  • Από ζώο σε άνθρωπο Οι γάτες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της τοξοπλάσμωσης. Μολύνονται τρώγοντας μολυσμένα τρωκτικά, πουλιά ή άλλα μικρά ζώα. Το παράσιτο μεταφέρεται έπειτα στα κόπρανα της γάτας σε μορφή ωοκύστης, η οποία είναι μικροσκοπική.
  • Από μητέρα σε παιδί (Συγγενής Τοξοπλάσμωση)
  • Σπάνιες περιπτώσεις (μετάγγιση αίματος, μεταμόσχευση οργάνων).

Η  επίκτητη τοξοπλάσμωση διακρίνεται σε οξεία, χρόνια και ασυμπτωματική. Οι υγιείς άνθρωποι που μολύνονται από το Toxoplasma gondii συχνά δεν έχουν συμπτώματα επειδή το ανοσοποιητικό τους σύστημα συνήθως εμποδίζει το παράσιτο από το να προκαλέσει ασθένεια. Η οξεία λοίμωξη θυμίζει ιογενή λοίμωξη  εμφανίζοντας: διόγκωση λεμφαδένων, πυρετό, πόνο στις αρθρώσεις και τους μυς κ.ά. που διαρκούν εβδομάδες έως μήνες και μετά απομακρύνονται. Στη χρόνια νόσο μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα από το νευρικό σύστημα και τους οφθαλμούς. Στο 30% των μολυσμένων ανθρώπων, κατά τους πρώτους 8 μήνες της μόλυνσης, είναι πιθανόν να εμφανισθούν αλλοιώσεις στους οφθαλμούς (“κύστεις” τοξοπλάσματος στον βυθό των οφθαλμών), λεμφαδενίτιδα, ηπατίτιδα, μυοκαρδίτιδα, μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, εξάνθημα, μονοκυττάρωση, λεμφοκυττάρωση, ουδετεροπενία, λευκοκυτταροπενία, εωσινοφιλία, αύξηση των ειδικών IgG, IgM, IgE, IgA, μείωση των λευκωματινών κ.ά., ενώ μετά τον 8ο μήνα της μόλυνσης, είναι πιθανόν να παρατηρηθούν κρίσεις επιληψίας, κεφαλόπονος, ουδετεροφιλία, λεμφοπενία, αύξηση των ειδικών IgG κ.ά. Συμπτώματα του νοσήματος εμφανίζονται σχεδόν μόνον μετά την πρώτη μόλυνση του ατόμου, καθώς και σε άτομα με ανοσοκαταστολή, λευχαιμία, Hodgkin και στο 20-30% των ατόμων με AIDS (με ή χωρίς συμπτώματα, λόγω αναζωπύρωσης ευκαιριακών μολύνσεων με Pneumocystis carinii, Strongyloides stercoralis κ.ά.).Η μόλυνση ή η αναζωπύρωση του νοσήματος έχουν σοβαρές επιπτώσεις, όταν συμβαίνουν κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στο 50-80% των περιπτώσεων μόλυνσης της εγκύου, τα παράσιτα διέρχονται τον πλακούντα και μολύνουν το έμβρυο, συνήθως κατά τις πρώτες 1-2 εβδομάδες μετά τη μόλυνση (στάδιο παρασιταιμίας). H μόλυνση του εμβρύου κατά το πρώτο τρίτο της εγκυμοσύνης προκαλεί την αποβολή του (στον άνθρωπο 2-8 στις 1.000 αποβολές, οφείλονται στην τοξοπλάσμωση), ενώ η μόλυνση του εμβρύου κατά το δεύτερο ή το τρίτο στάδιο της εγκυμοσύνης είναι πιθανόν να προκαλέσει χοριοαμφιβληστροειδίτιδα, επασβεστώσεις στον εγκέφαλο, υδροκέφαλο, ατροφία εγκεφάλου, κολόβωμα, πνευμονία κ.ά.

Σοβαρή επίκτητη τοξοπλάσμωση, που προκαλεί βλάβη στον εγκέφαλο, στα μάτια ή σε άλλα όργανα, μπορεί να αναπτυχθεί από μια οξεία λοίμωξη από Τοξόπλασμα ή από την  ενεργοποίηση  εκ  νέου  μιας  προηγούμενης  λοίμωξης.  Η  τοξοπλάσμωση  είναι ιδιαίτερα σοβαρή για άτομα που έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, αν και περιστασιακά,  ακόμη  και  άτομα  με  υγιές  ανοσοποιητικό  σύστημα  μπορεί  να εμφανίσουν βλάβη από την τοξοπλάσμωση. Ασθενείς με HIV / AIDS ή ασθενείς που υποβάλλονταισε  χημειοθεραπεία  ή  ασθενείς  που  λαμβάνουν  ανοσοκατασταλτική φαρμακευτική αγωγή μετά από μεταμόσχευση οργάνων, είναι πιο ευάλωτοι σε μια νέα  μόλυνση  ή  στην  εκ  νέου  ενεργοποίηση  μιας  προηγούμενης  λοίμωξης  από τοξόπλασμα. Σε αυτή την περίπτωση, τα εμφανιζόμενα συμπτώματα είναι πιο σοβαρά και συμπεριλαμβάνουν  φλεγμονή  του  εγκεφάλου,  προκαλώντας  πονοκεφάλους, επιληπτικές  κρίσεις,  έντονη  ημικρανία,  σύγχυση,  μειωμένο  συντονισμό  κινήσεων, σκέψεων και λόγου. Επίσης συχνά εντοπίζεται λοίμωξη των πνευμόνων που προκαλεί βήχα,  πυρετό  και  δύσπνοια,  πνευμονολογικά  προβλήματα  που  παραπέμπουν  σε φυματίωση ή πνευμονία από Πνευμοκύστη (PCP) (μια κοινή ευκαιριακή λοίμωξη που εμφανίζεται κυρίως σε ασθενείς με AIDS). Επιπλέον προκαλούνται οφθαλμολογικές διαταραχές  όπως  θολή  όραση  που  προκαλείται  από  σοβαρή  φλεγμονή  του αμφιβληστροειδούς  (οφθαλμική  τοξοπλάσμωση).  Τέλος  σε πολύ  σοβαρές περιπτώσεις  οι  ασθενείς  ενδέχεται  να  επέλθουν  σε  κωματώδη  κατάσταση.