Ισχιαλγία: πότε πρέπει να αντιμετωπισθεί χειρουργικά;

Έχετε ισχιαλγία από οσφυϊκή δισκοκήλη, και αναρωτιέστε αν θα πρέπει ή όχι να υποβληθείτε σε χειρουργική επέμβαση; Η απόφαση για να υποβληθεί κάποιος σε χειρουργική επέμβαση δεν είναι ποτέ μια εύκολη απόφαση. Και έτσι οφείλει να είναι: αυτή η απόφαση δεν πρέπει να είναι εύκολη ούτε για τον ασθενή ούτε για τον γιατρό. Η μελέτη "Χειρουργική αντιμετώπιση έναντι παρατεταμένης συντηρητικής θεραπείας για την Ισχιαλγία", που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine, διεξήχθη για να βοηθήσει στην απάντηση αυτού ακριβώς του ερωτήματος: αν κάποιος με σοβαρά συμπτώματα ισχιαλγίας από κήλη δίσκου θα πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση όσο πιο γρήγορα μπορεί ή να προσπαθήσει να αποφύγει το χειρουργείο με παρατεταμένη συντηρητική θεραπεία. Αν και η μελέτη αυτή δεν είναι καινούργια, τα ευρήματα παραμένουν επίκαιρα σήμερα.
Η φυσική πορεία της ισχιαλγίας, επίσης καλούμενης και οσφυϊκής ριζοπάθειας -είναι να υφεθεί μόνη της με την πάροδο του χρόνου, συνήθως όμως μετά από μερικές εβδομάδες ή και μήνες Ωστόσο, για κάποιους ανθρώπους με οσφυϊκή δισκοκήλη, ο πόνος που αντανακλά κατά μήκος του ισχιακού νεύρου στο πόδι μπορεί να είναι σοβαρός, σχεδόν αφόρητος. Και αυτό μπορεί να περιορίσει την ικανότητα των ασθενών να λειτουργήσουν στην εργασία τους και στις άλλες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Για αυτούς τους ανθρώπους, η μελέτη επεδίωξε να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το ζήτημα του εάν και πότε θα πρέπει να θεωρείται αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. Το πρωταρχικό εύρημα σε αυτή τη μελέτη είναι ότι για τον έντονο πόνο που προκαλείται από μια κήλη μεσοσπονδύλιου δίσκου, η χειρουργική επέμβαση αποτελεί έγκυρη επιλογή για την ανακούφιση του πόνου.
Η μελέτη περιελάμβανε 283 άτομα που έπασχαν από σοβαρή ισχιαλγία συνεπεία κήλης δίσκου για τουλάχιστον 6 έως 12 εβδομάδες. Η έρευνα ήταν μια πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη μελέτη, και περιλάμβανε 9 νοσοκομεία. 141 ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να υποβληθούν σε μικροδισκεκτομή μέσα σε περίπου δύο εβδομάδες μετά την τυχαιοποίηση και 142 ασθενείς ακολούθησαν συντηρητική θεραπεία, με το ενδεχόμενο της χειρουργικής επέμβασης σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Από αυτούς που ακολούθησαν την συντηρητική θεραπεία, το 39% δεν είχε επαρκή ανακούφιση από τον πόνο και τελικά αποφάσισε να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση. Κατά μέσο όρο, αποφάσισαν να έχουν τη χειρουργική επέμβαση σε 18,7 εβδομάδες μετά την έναρξη της μελέτης, ή περίπου 16 εβδομάδες αργότερα από ό,τι αυτοί που υποβλήθηκαν στη χειρουργική επέμβαση σύμφωνα με τον σχεδιασμό της μελέτης.
Όσοι υποβλήθηκαν σε μικροδισκεκτομή είχαν κατά πολύ νωρίτερα ταχύτερη ανακούφιση από τον πόνο από την ομάδα την συντηρητικής θεραπείας.
Η αποκατάσταση και για τις δύο ομάδες ήταν ίδια. Σε ένα follow-up του ενός έτους, και οι δύο ομάδες είχαν ένα ποσοστό 95% αντιληπτή ανάκαμψη. Ωστόσο, οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μια πρώιμη χειρουργική επέμβαση ανέφεραν ανακούφιση από τον πόνο πιο γρήγορα, περίπου 16 εβδομάδες νωρίτερα για αυτούς που ακολούθησαν τη συντηρητική θεραπεία, αλλά στη συνέχεια επέλεξαν τη χειρουργική επέμβαση σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Αξίζει να σημειωθεί είναι ότι μια χειρουργική επέμβαση όπως είναι η μικροδισκεκτομή έχει σχετικά υψηλά ποσοστά επιτυχίας στην ανακούφιση του πόνου της ισχιαλγίας, και σε σύγκριση με πολλές άλλες χειρουργικές επεμβάσεις είναι μία σχετικά ελάχιστα επεμβατική χειρουργική. Και το κυριότερο δεν αλλάζει μόνιμα τη δομή της σπονδυλικής στήλης, αφού μια μικροδισκεκτομή αφαιρεί μόνο το τμήμα του δίσκου που έχει αποσπασθεί. Εξάλλου εκτός από την κλασική μικροδισκεκτομή, μια διαδερμική ή ενδοσκοπική προσπέλαση για την χειρουργική επέμβαση είναι επίσης τώρα διαθέσιμη.
Η απόφαση για το πότε και αν πρέπει να υποβληθεί κάποιος σε χειρουργική επέμβαση για την ισχιαλγία είναι καθαρά προσωπική. Μόνο ο ίδιος ο ασθενής γνωρίζει πόσο ο πόνος και τα άλλα συμπτώματα επηρεάζουν την καθημερινή του ζωή. Η ενημέρωση και κατανόηση της φυσικής πορείας της ισχιαλγίας, τα είδη των διαθεσίμων θεραπευτικών επιλογών, και η επιλογή του θεράποντα ιατρού από τον ίδιο τον ασθενή, θα παίξουν όλα σε μεγάλο βαθμό σημαντικό ρόλο στην τελική απόφαση του κάθε ασθενή ξεχωριστά.