Η λοιμώδης σπονδυλοδισκίτιδα είναι η κύρια εκδήλωση της αιματογενούς οστεομυελίτιδας (μικροβιακή φλεγμονή των οστών) σε άτομα ηλικίας ≥ 50 ετών και αντιπροσωπεύει το 2%-7% του συνόλου των περιπτώσεων οστεομυελίτιδας. Μερικές μελέτες αναφέρουν δικόρυφη κατανομή με αιχμές σε άτομα ηλικίας ≤ 20 ετών και στην ηλικιακή ομάδα των 50–70 ετών, αν και όλες οι ηλικίες μπορεί να προσβληθούν
Πολλοί αποδίδουν την αύξηση της συχνότητας της σπονδυλοδισκίτιδας στη χρήση ενδοφλέβιων ουσιών, στην αύξηση των χειρουργικών επεμβάσεων στη Σπονδυλική Στήλη, καθώς και στην αύξηση του ανοσοκατεσταλμένου και ηλικιωμένου πληθυσμού. Οι λοιμώξεις της σπονδυλικής στήλης συμβαίνουν σήμερα κυρίως σε ηλικιωμένους και ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, αλλά η συχνότητα εμφάνισης της φυματιώδους σπονδυλίτιδας σε νεότερους ασθενείς παρουσιάζει και πάλι αύξηση στις βιομηχανικές χώρες λόγω των μεταναστών και των λοιμώξεων από τον ιό HIV(AIDS). Σε νέους ενήλικες, η συχνότητα έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες λόγω του συνδρόμου ανοσοανεπάρκειας και της ενδοφλέβιας χρήσης ναρκωτικών.
Στην παιδιατρική ηλικιακή ομάδα η λοίμωξη ξεκινά συχνά μέσα στον ίδιο τον μεσοσπονδύλιο δίσκο (καθώς στα παιδιά ο δίσκος είναι ακόμη αγγειοβριθής), ενώ η μόλυνση στους ενήλικες θεωρείται ότι αρχίζει από την τελική σπονδυλική πλάκα, και κατόπιν επεκτείνεται μέσα στο χώρο του μεσοσπονδύλιου δίσκου.
Τα πιο κοινά βακτήρια που ευθύνονται είναι οι Gram (+) κόκκοι (Staphylococcus aureus, Streptococcus), Gram (-) αερόβιοι κόκκοι (Escherichia coli, Pseudomonas aeruginosa, Proteus) και λιγότερο συχνά παθογόνοι μικροοργανισμοί του γαστρεντερικού (Salmonella) ή αναερόβια βακτήρια (π.χ. σε ξένα σώματα, ανοιχτά κατάγματα, λοίμωξη τραύματος).
*αιματογενής διασπορά,
*άμεσος εξωγενής ενοφθαλμισμός ή
*επέκταση από γειτονικούς ιστούς.
Η αιματογενής αρτηριακή οδός είναι η κυριότερος τρόπος ανάπτυξης λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας, επιτρέποντας την διασπορά μιας λοίμωξης από απομακρυσμένες περιοχές στη σπονδυλική στήλη. Στα παιδιά, οι ενδοστικές αρτηρίες έχουν εκτεταμένες αναστομώσεις και αγγειακοί δίαυλοι διατιτραίνουν τους μεσοσπονδύλιους δίσκους. Επομένως, τα σηπτικά έμβολα συνήθως δεν προκαλούν σημαντικά οστικά έμφρακτα και η λοίμωξη συχνά περιορίζεται στον δίσκο. Αντίθετα, στους ενήλικες οι δίσκοι στερούνται αγγείων και οι ενδοστικές αναστομώσεις εξελίσσονται κατά την 3η δεκαετία της ζωής, δημουργώντας τελικές αρτηρίες, οπότε τα σηπτικά έμβολα μπορεί να προκαλέσουν μεγάλα οστικά έμφρακτα. Η συνεπακόλουθη επέκταση της λοίμωξης σε γειτονικούς δίσκους και σπονδύλους δημιουργεί την χαρακτηριστική αλλοίωση της λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας. Το έμφρακτο, εάν είναι εκτεταμένο, οδηγεί σε γωνίωση, δημιουργία κοιλότητας και συμπιεστικά κατάγματα με συνεπακόλουθη σπονδυλική αστάθεια, παραμορφώσεις και κίνδυνο συμπίεσης του νωτιαίου μυελού. Η μη ελεγχόμενη λοίμωξη μπορεί να εισδύσει στα οστά και να διηθήσει τα πέριξ μαλακά μόρια, προκαλώντας παρασπονδυλικά αποστήματα ή αποστήματα του ψοΐτη, και να επεκταθεί προς τα πίσω, στον σπονδυλικό σωλήνα, σχηματίζοντας επισκληρίδια αποστήματα με περαιτέρω κίνδυνο παραπληγίας, υποσκληρίδιου αποστήματος και μηνιγγίτιδας. Οι αιματογενείς λοιμώξεις πολύ σπάνια προκαλούν πυογενή οστεομυελίτιδα των οπίσθιων σπονδυλικών στοιχείων (αυχένας σπονδυλικών τόξων, εγκάρσιες αποφύσεις, πέταλα και οπίσθιες ακανθώδεις αποφύσεις) λόγω της σχετικά πτωχής αιματικής τροφοδοσίας που έχουν φυσιολογικά τα ανατομικά αυτά στοιχεία, συγκριτικά με τα σπονδυλικά σώματα. Τα οπίσθια σπονδυλικά στοιχεία προσβάλλονται συχνότερα σε περιπτώσεις φυματιώδους και μυκητιασικής σπονδυλίτιδας. Η αιματογενής πυογενής σπονδυλοδισκίτιδα αναπτύσσεται εκλεκτικά στην Οσφυική ΜΣΣ και, λιγότερο συχνά, στην θωρακική και αυχενική ΣΣ με φθίνουσα συχνότητα (58%, 30% και 11% αντίστοιχα). Η ΑΜΣΣ προσβάλλεται συχνότερα σε χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών. Πολυεστιακή προσβολή παρατηρείται στο 4% των περιπτώσεων. Οι φυματιώδεις αλλοιώσεις προσβάλλουν συχνότερα την ΘΜΣΣ και περισσότερους από 2 (ενίοτε μη συνεχόμενους) σπονδύλους, συγκριτικά με την πυογενή σπονδυλοδισκίτιδα.
Ο άμεσος ενοφθαλμισμός είναι συνήθως ιατρογενής οφειλόμενος σε σπονδυλική επέμβαση, οσφυική παρακέντηση ή επισκληρίδιες διαδικασίες και αποτελεί το 25-30% των περιπτώσεων. Η μόλυνση εμφυτευμένου προσθετικού υλικού είναι σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας ανάπτυξης σπονδυλοδισκίτιδας. Σπάνια, η σπονδυλοδισκίτιδα μπορεί να ακολουθήσει τραυματισμό της σπονδυλικής στήλης από νύσσον όργανο ή πυροβόλο όπλο.
Οι σπονδυλικές λοιμώξεις σπάνια δημιουργούνται μετά από γειτονική επέκταση λοιμώδους εστίας, ρήξη οισοφάγου ή οπισθοφαρυγγικό απόστημα.
Στο 50% των περιπτώσεων σπονδυλοδισκίτιδας υπάρχει απομακρυσμένη λοιμώδης εστία (ουροποιογεννητικός σωλήνας, δέρμα και μαλακά μόρια, ενδαγγειακές συσκευές (5%), γαστρεντερικός σωλήνας, αναπνευστικός σωλήνας, στοματική κοιλότητα, λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα).
*Σακχαρώδης διαβήτης (κυρίως)
*Προχωρημένη ηλικία
*Χρήση ενέσιμων ουσιών
*Ανοσοκαταστολή
*Κακοήθη νοσήματα
*Νεφρικά νοσήματα
*Ρευματολογικά νοσήματα
*Ηπατική κίρρωση
*Προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις στη ΣΣ
Η σπονδυλοδισκίτιδα συνδέεται με πολλούς και διάφορους μικρο-οργανισμούς, αν και στην ουσία παραμένει μία μονομικροβιακή βακτηριδιακή λοίμωξη.
Ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος είναι ο κυριότερος αιτιοπαθογόνος μικροοργανισμός και ευθύνεται για το 50% των περιπτώσεων μη φυματιώδους σπονδυλοδισκίτιδας. Οι ασθενείς ηλικίας >50 ετών, χωρίς εμφανή πύλη εισόδου της λοίμωξης έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης σπονδυλοδισκίτιδας από χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο. Ο κίνδυνος ανάπτυξης σπονδυλοδισκίτιδας σε ασθενείς με βακτηριαιμία σχετιζόμενη με ενδαγγειακές συσκευές είναι στο 2.2%. Οι αρνητικοί στην κοαγκουλάση σταφυλόκοκκοι ευθύνονται για το 5–16% των περιπτώσεων λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας. Ο επιδερμικός σταφυλόκοκκος είναι το συχνότερο είδος σταφυλόκοκκου και συνδέεται με ενδοκαρδιακή βακτηριαιμία σχετιζόμενη με συσκευές και μετεγχειρητικές λοιμώξεις.
Το Propionibacterium acnes κατατάσσεται στους συχνότερους λοιμογόνους παράγοντες και συνδέεται με βραδέως εξελισσόμενη μετεχειρητική δισκίτιδα, σχετιζόμενη συνήθως με εμφυτευμένα υλικά.
Το Bacteroides fragilis και άλλα αναερόβια συνδέονται συνήθως με σπονδυλοδισκίτιδα με γειτονική επέκταση από ενδοπυελικές ή ενδοκοιλιακές λοιμώδεις εστίες.
Η βρουκέλλωση αποτελεί το κύριο αίτιο λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας στη λεκάνη της Μεσογείου και την Μέση Ανατολή. Η οστική λοίμωξη από βρουκέλλα αποτελεί το 21–48% των σπονδυλικών λοιμώξεων. Σπονδυλοδισκίτιδα αναπτύσσει το 7.5-30% των ασθενών με βρουκέλλωση και οφείλεται συνήθως στην Brucella melitensis. Η λοίμωξη επισυμβαίνει δευτεροπαθώς στην κατανάλωση μη παστεριωμένων γαλακτοκομικών προϊόντων ή επαφή με μολυσμένα ζώα. Οι ασθενείς με βρουκέλλωση που αναπτύσσουν σπονδυλίτιδα τείνουν να είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία και να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια συμπτωμάτων.
Τα εντεροβακτηριοειδή αποτελούν το 7-33% των περιπτώσεων πυογενούς σπονδυλοδισκίτιδας. Οι περισσότερες περιπτώσεις σπονδυλοδισκίτιδας από εντεροβακτηριοειδή οφείλονται στο κολοβακτηρίδιο.
Η λοίμωξη από σαλμονέλλα είναι σπάνια και έχει αναφερθεί σε ασθενείς με δρεπανοκυτταρική νόσο, αλλά και σε ασθενείς χωρίς δρεπανοκυτταρική νόσο, σχετιζόμενη με αορτικά μυκωτικά ανευρύσματα.
Η Kingella kingae είναι πιθανώς ο δεύτερος συχνότερος μικροοργανισμός που ευθύνεται για σπονδυλοδισκίτιδα στα παιδιά.
Οι μυκητιασικές σπονδυλοδισκίτιδες είναι σπάνιες (0.5–1.6%, συνήθως έως 6.9%). Οι λοιμώξεις αυτές συνδέονται ισχυρά με ανοσοκαταστολή (θεραπεία με κορτικοστεροειδή, ουδετεροπενία, χρόνια κοκκιωματώδη νοσήματα).
Η φυματίωση είναι το συχνότερο αίτιο σπονδυλικής λοίμωξης παγκοσμίως και ευθύνεται για το 9-46% των περιπτώσεων λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας στις ανεπτυγμένες χώρες. Ο σκελετός προσβάλλεται στο 1-3% των ασθενών με φυματιώδη λοίμωξ. Στο 50% των περιπτώσεων η ΤΒ εντοπίζεται εκτός της σπονδυλικής στήλης.
Τα συμπτώματα της λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας είναι άτυπα και για αυτό βασικό χαρακτηριστικό της είναι η καθυστερημένη διάγνωση.
Οι πάσχοντες από λοιμώδη σπονδυλοδισκίτιδα πολύ συχνά έχουν πόνο στην οσφύ ή τον αυχένα, αλλά, έως 15% των περιπτώσεων, είναι ασυμπτωματικοί.
Ο πόνος μπορεί να είναι συνεχής (σ΄όλη την διάρκεια του 24ώρου) και να χειροτερεύει στην διάρκεια της νύχτας. Συχνά έχει χαρακτήρες ριζαλγίας και ακτινοβολεί στον θώρακα ή την κοιλιά και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη διάγνωση ή ακόμα και σε χειρουργικές επεμβάσεις. Γενικά ισχύει ο κανόνας πως ένας συνεχής πόνος ο οποίος επιδεινώνεται στη διάρκεια της νύχτας είναι ισχυρή ένδειξη φλεγμονώδους βλάβης (π.χ. σπονδυλοδισκίτιδας).
Πυρετός είναι λιγότερο συχνός και παρατηρείται στο 50% των περιπτώσεων. Πυρετό έχουν λιγότερο συχνά οι ασθενείς με φυματιώδη σπονδυλίτιδα.
Το 1/3 των ασθενών με λοιμώδη σπονδυλοδισκίτιδα έχει νευρολογικές διαταραχές, όπως αδυναμία του σκέλους, παράλυση, αισθητικές διαταραχές, ριζοπάθεια και απώλεια των σφιγκτήρων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι πιθανότερο να συνδέονται με επισκληρίδιο απόστημα, καθυστέρηση στη διάγνωση και αυχενικές αλλοιώσεις. Παράγοντες κινδύνου για παράλυση επίσης περιλαμβάνουν σακχαρώδη διαβήτη, προχωρημένη ηλικία και χρήση κορτικοστεροειδών.
Οι σπονδυλικές παραμορφώσεις, κυρίως κύφωση και σχηματισμός ύβου, είναι συχνότερες σε ασθενείς με φυματιώδη σπονδυλίτιδα.
Το συχνότερο κλινικό εύρημα σε περιπτώσεις λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας είναι η ευαισθησία. Η ευαισθησία παρατηρείται στο 78–97% των ασθενών και συχνά συνδέεται με περιορισμό του εύρους κίνησης και παρασπονδυλικό μυικό σπασμό. Σπάνια υπάρχει μία κλυδάζουσα μάζα και συχνά εκλύεται ισχιαλγικός πόνος.
Τα παιδιά με λοιμώδη σπονδυλοδισκίτιδα έχουν άτυπα συμπτώματα: είναι ευρέθιστα, χωλαίνουν, αρνούνται να έρπουν, καθήσουν ή περπατήσουν, έχουν πόνο στο ισχίο ή ακόμα και κοιλιακό πόνο. Μερικές φορές η λοιμώδης σπονδυλοδισκίτιδα παρουσιάζεται με ακράτεια. Ο πυρετός είναι λιγότερο συχνός στα μικρά παιδιά με λοιμώδη σπονδυλοδισκίτιδα, συγκριτικά με τα μεγαλύτερα παιδιά με σπονδυλική οστεομυελίτιδα. Η κλινική εξέταση δείχνει συνήθως απώλεια της οσφυικής λόρδωσης και της κινητικότητας της οσφύος. Σε σύγκριση με τους ενήλικες, τα παιδιά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν συννοσηρότητες και νευρολογικές διαταραχές είναι ασυνήθιστες.
Η CRP και η ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ) είναι σχεδόν πάντα υψηλές, ενώ ο αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων μπορεί να παραμείνει φυσιολογικός. Οι καλλιέργειες αίματος είναι θετικές μόνο στο 24%-59% των περιπτώσεων. Σε πιθανή φυματίωση, η δερμοαντίδραση φυματίνης (Mantoux) είναι χρήσιμη στη διερεύνηση παρούσας ή προηγούμενης έκθεσης στο μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης.
Η ΤΚΕ είναι ευαίσθητος δείκτης ύπαρξης λοίμωξης, αλλά στερείται ειδικότητας. Συνήθως αυξάνεται στο 90% των περιπτώσεων, με μέσες τιμές κυμαινόμενες από 43-87 mm/h.
Η CRP, όπως και η ΤΚΕ, αυξάνεται στην πλειοψηφία των ασθενών με λοιμώδη σπονδυλοδισκίτιδα. Μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι είναι ο καλύτερος δείκτης παρακολούθησης της ανταπόκρισης στη θεραπεία.
Τα λευκά αιμοσφαίρια αυξάνονται στο 1/3 των ασθενών με σπονδυλοδισκίτιδα. Οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς και οι ασθενείς ηλικίας >60 ετών είναι πιθανότερο να έχουν φυσιολογικά λευκά αιμοσφαίρια. Κατ΄άλλους, η ηλικία δεν φαίνεται να σχετίζεται με τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων.
Αλλοι συγγραφείς έχουν παρατηρήσει αύξηση του αριθμού των ουδετεροφίλων στην πυογενή σπονδυλίτιδα, συγκριτικά με την φυματιώδη ή μελιτοκοκκική σπονδυλίτιδα.
Περίπου 70% των ασθενών με σπονδυλοδισκίτιδα έχουν αναιμία και, σχεδόν οι μισοί, αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης του ορού.
Οι καλλιέργειες είναι θετικές στο 40-60% των περιπτώσεων πυογενούς σπονδυλοδισκίτιδας. Το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο στις μετεγχειρητικές λοιμώξεις, οπότε χρειάζεται βιοψία για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση, και μεγαλύτερο σε ασθενείς με περισσότερο παθογόνους μικρο-οργανισμούς και πυρεξία.
Οι βιοψιακές καλλιέργειες είναι θετικές στο 43-78% των περιπτώσεων. Η βιοψία μπορεί να γίνει διαδερμικά. Εάν η πρώτη βιοψία είναι αρνητική, μπορεί να γίνει και δεύτερη. Εάν η διαδερμική βιοψία είναι αρνητική μπορεί να γίνει χειρουργική βιοψία. Το 39% των βιοψιακών καλλιεργειών σε ύποπτες περιπτώσεις σπονδυλοδισκίτιδας, χωρίς προηγηθείσα έκθεση στα αντιβιοτικά, μπορεί να είναι αρνητικές.
Η ιστολογική εξέταση είναι πολύτιμη εναλλακτική εξέταση στις καλλιέργειες και μπορεί να διακρίνει τα πυογενή από τα κοκκιωματώδη νοσήματα.
Οι ορολογικές εξετάσεις συνιστώνται σε περιπτώσεις ύποπτες για λοίμωξη από βρουκέλλα ή Bartonella henselae (ιδιαίτερα σε παιδιά συγχρωτιζόμενα με γάτες).
Οι απλές ακτινογραφίες έχουν ευαισθησία 82%, ειδικότητα 57% και ακρίβεια, 73%. Το σημαντικότερο μειονέκτημα της απλής ακτινογραφίας είναι η καθυστέρηση στην εμφάνιση των ακτινολογικών σημείων. Η ακολουθία των παθολογικών μεταβολών που απεικονίζονται στις απλές ακτινογραφίες είναι η διάβρωση των τελικών σπονδυλικών πλακών, η στένωση του μεσοσπονδύλιου διαστήματος, η οστική αραίωση του προσβεβλημένου σπονδύλου και η παρουσία παρασπονδυλικής «σκιάς» (ανάπτυξη παρασπονδυλικής μάζας μαλακών μορίων), η αντιδραστική οστεοσκλήρυνση και τελικά η καθίζηση του σπονδυλικού σώματος με συνοδό παραμόρφωση της σπονδυλικής (κύφωση / σκολίωση).
-Πρώιμες αλλοιώσεις:
*Υποχόνδριες ακτινοδιαυγάσεις,
*Απώλεια της σαφήνειας της τελικής σπονδυλικής πλάκας και
*Απώλεια του ύψους του δίσκου
-Οψιμες αλλοιώσεις :
*Καταστροφή της αντίθετης σπονδυλικής πλάκας,
*Απώλεια του ύψους του σπονδύλου και
*Παρασπονδυλικές μάζες μαλακών μορίων
Πάντως, οι αλλοιώσεις παρουσιάζονται 2-8 εβδομάδες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων και μπορεί να παρατηρηθούν ψευδώς θετικά αποτελέσματα λόγω εκφυλιστικών αλλοιώσεων.
Το σπινθηρογράφημα των οστών με μεθυλένο-διφωσφονικό τεχνήτιο 99mέχει ευαισθησία 90% και ειδικότητα 78%. Οι εκφυλιστικές αλλοιώσεις συχνά οδηγούν σε ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Εναλλακτικά στο σπινθηρογράφημα των οστών με τεχνήτιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σπινθηρογράφημα με γάλλιο-67 είναι. Εάν και οι δύο αυτοί τύποι σπινθηρογραφημάτων συνδυασθούν έχουν ευαισθησία 90%, ειδικότητα 100% και ακρίβεια 94% .
Η FDG-PET (fluorine-18 fluorodeoxyglucose positrone mission tomography) μπορεί να διαχωρίσει τις λοιμώξεις από τις εκφυλιστικές αλλοιώσεις, ακόμα και όταν η MRI είναι αμφίβολη, αν και έχει μικρή ειδικότητα για τα νεοπλάσματα.
Η αξονική τομογραφία (CT) αποσαφηνίζει καλύτερα τις οστικές ανωμαλίες, όπως η πρώιμη καταστροφή των τελικών πλακών (πριν γίνει ορατή στην απλή ακτινογραφία), αποσπασθείσα δισκοκήλη ή σχηματισμός involucraκαι παθολογικές ασβεστώσεις ενδεικτικές ΤΒ.
Η CT είναι κατώτερη της MRI στην απεικόνιση του νευρικού ιστού και των αποστημάτων. Οι δισκικές αλλοιώσεις απεικονίζονται ως υπόπυκνες περιοχές. Η CT σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για την ακτινολογική καθοδήγηση της σπονδυλικής βιοψίας.
Η MRI θεωρείται η μέθοδος εκλογής για την απεικονιστική διάγνωση της λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας. Εχει ευαισθησία 96%, ειδικότητα, 93% και ακρίβεια, 94%.
Χαρακτηριστικά ευρήματα σε περιπτώσεις λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας:
*Ελάττωση της έντασης του σήματος από τους μεσοσπονδύλιους δίσκους και τα γειτονικά σπονδυλικά σώματα στις ακολουθίες Τ1 προσανατολισμού
*Αύξηση της έντασης του σήματος στις ακολουθίες Τ2 προσανατολισμού (οφειλόμενη στο οίδημα) και
*Απώλεια της σαφήνειας της τελικής πλάκας στις ακολουθίες Τ1 προσανατολισμού
*Η ενίσχυση των δίσκων, της σπονδυλικής στήλης και των πέριξ μαλακών ιστών με γαδολίνιο βελτιώνει την ακρίβεια της MRI, ιδιαίτερα σε πρώιμες λοιμώξεις, όταν άλλες αλλοιώσεις είναι ελάχιστες, και βοηθά στη διάκριση των λοιμωδών εξεργασιών από εκφυλιστικές αλλοιώσεις (ανωμαλίες Modic τύπου 1) ή νεοπλάσματα.
Η φυματιώδης σπονδυλίτιδα φείδεται των μεσοσπονδυλίων δίσκων (γεγονός που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με νεοπλάσματα) και χαρακτηρίζεται από μεγάλα παρασπονδυλικά αποστήματα, αλλοιώσεις των οπίσθιων σπονδυλικών στοιχείων, μηνιγγική ενίσχυση και προσβολή πολλαπλών μη συνεχόμενων επιπέδων με μεγαλύτερη οστική καταστροφή των σπονδύλων.
Η διάγνωση της λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας βασίζεται στις κλινικές εκδηλώσεις και τα εργαστηριακά και ακτινολογικά ευρήματα. Πάντως, συχνά καθυστερεί ή διαλάθει της προσοχής λόγω της σπανιότητας και της αθόρυβης έναρξης της νόσου και της μεγάλης συχνότητας της οσφυαλγίας στον γενικό πληθυσμό.
Η έγκαιρη διάγνωση και η επιθετική συντηρητική ή χειρουργική θεραπεία είναι βασικές προϋποθέσεις για ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Οι γενικοί στόχοι της θεραπείας είναι η απομόνωση του υπεύθυνου μικροοργανισμού και η πρόληψη της βακτηριαιμίας και σηψαιμίας, η εξάλειψη της λοίμωξης, η μακροχρόνια ανακούφιση από τον πόνο, η πρόληψη ή και αναστροφή του νευρολογικού ελλείμματος, η αποκατάσταση της σταθερότητας της σπονδυλικής στήλης, η διόρθωση της παραμόρφωσης καθώς και η πρόληψη της υποτροπής. Ο βασικός άξονας για την αντιμετώπιση των βακτηριακών και παρασιτικών λοιμώξεων είναι η ανάπαυση και η ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών για τουλάχιστον 4-6 εβδομάδες, ανάλογα με την έκταση της λοίμωξης και τον υπεύθυνο μικροοργανισμό. Η αντιβιοτική θεραπεία δεν πρέπει να σταματήσει πριν από την αποκατάσταση των δεικτών φλεγμονής (CRP, ΤΚΕ, WBC). Αν και ο κλινοστατισμός ενδείκνυται για τα αρχικά στάδια της θεραπείας, η έγκαιρη κινητοποίηση του ασθενούς με τη βοήθεια κηδεμόνα συνιστάται. Οι βασικές αρχές θεραπείας περιλαμβάνουν επίσης τη βελτίωση της διατροφής και της ανοσολογικής κατάστασης του ασθενούς καθώς και την αντιμετώπιση των εξωσπονδυλικών εστιών λοίμωξης (π.χ. ουρολοίμωξη ή λοίμωξη του αναπνευστικού).
Ένδειξη για αλλαγή από συντηρητική σε χειρουργική θεραπεία είναι η επιμονή ή ακόμη και επιδείνωση της λοίμωξης παρά την επαρκή θεραπεία με αντιβιοτικά ή η παρουσία φαρμακευτικών ανεπιθύμητων ενεργειών (π.χ., νεφρική ή ηπατική δυσλειτουργία) που περιορίζουν την περαιτέρω χρήση των κατάλληλων αντιβιοτικών στην απαιτούμενη δοσολογία.
Χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται επίσης σε περιπτώσεις προοδευτικής εμφάνισης παραμόρφωσης και αστάθειας της σπονδυλικής στήλης ή εμφάνισης νευρολογικής σημειολογίας. Το κλειδί για την επιτυχή χειρουργική αντιμετώπιση είναι ο ριζικός χειρουργικός καθαρισμός. Αυτό έχει ευρέως αποδειχθεί για τη θεραπεία της φυματιώδους σπονδυλίτιδας, αλλά ισχύει επίσης και σε περιπτώσεις πυογόνου σπονδυλοδισκίτιδας.
Οι κυριότερες ενδείξεις χειρουργικής παρέμβασης είναι:
*Συμπίεση νευρικών στοιχείων
*Σπονδυλική αστάθεια λόγω εκτεταμένης οστικής καταστροφής
*Σοβαρή κύφωση ή
*Αποτυχία της συντηρητικης θεραπείας
*Άλλες πιθανές ενδείξεις:
-Ανθεκτικός πόνος
-Επισκληρίδιο απόστημα (ακόμα και με την απουσία νευρολογικών διαταραχών). Σε περιπτώσεις παρασπονδυλικού και ενδοδισκικού αποστήματος μπορεί να γίνει εναλλακτικά ακτινολογικά καθοδηγούμενη διαδερμική παροχέτευση.
-Η συμπίεση του νωτιαίου μυελού απαιτεί επείγουσα χειρουργική παρέμβαση. Η έκβαση είναι δυσμενέστερη εάν η παράλυση χρονολογείται από 24-36 ωρών, οπότε η χειρουργική επέμβαση μπορεί να αποδειχθεί ανώφελη. Πάντως, μερικοί ερευνητές έχουν αναφέρει βελτίωση των νευρολογικών διαταραχών μετά από αποσυμπίεση ακόμα και σε ασθενείς με μακροχρόνια εγκατεστημένη παράλυση.
Η θνητότητα της λοιμώδους σπονδυλοδισκίτιδας κυμαίνεται από 0-11%. Η πρώιμη θνητότητα σχετίζεται με μη ελεγχόμενη σηψαιμία. Η χειρότερη επιπλοκή είναι η αναπηρία οφειλόμενη σε υπολειμματικές νευρολογικές διαταραχές ή σοβαρό πόνο, που παρατηρούνται στο 1/3 των ασθενών.
Υποτροπή της σπονδυλικής λοίμωξης μπορεί να παρατηρηθεί ακόμα και πολλά χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη. Η σκέψη της πρέπει να μπαίνει σε κάθε ασθενή που παρουσιάζεται με υποτροπιάζοντα πόνο, ανεξήγητο πυρετό, βακτηριαιμία, απώλεια βάρους ή αύξηση της ΤΚΕ. Η νεανική σπονδυλοδισκίτιδα έχει εξαίρετη πρόγνωση.
Βιβλιογραφία:
1."Spondylodiscitis: update on diagnosis and management", Theodore Gouliouris, Sani H. Aliyu and Nicholas M. Brown, J. Antimicrob. Chemother. (2010) 65 (suppl 3): iii11-iii24.
2."Current Diagnosis and Treatment of Spondylodiscitis", Rolf Sobottke at all., Dtsch Arztebl Int. 2008 Mar; 105(10): 181–187.
3."Spontaneous spondylodiscitis: presentation, risk factors, diagnosis, management, and outcome", Eftichia Kapsalaki at all., Int J Infect Dis. 2009, Volume 13, Issue 5, Pages 564–569.
Βιβλιογραφία:
1."Spondylodiscitis: update on diagnosis and management", Theodore Gouliouris, Sani H. Aliyu and Nicholas M. Brown, J. Antimicrob. Chemother. (2010) 65 (suppl 3): iii11-iii24.
2."Current Diagnosis and Treatment of Spondylodiscitis", Rolf Sobottke at all., Dtsch Arztebl Int. 2008 Mar; 105(10): 181–187.
3."Spontaneous spondylodiscitis: presentation, risk factors, diagnosis, management, and outcome", Eftichia Kapsalaki at all., Int J Infect Dis. 2009, Volume 13, Issue 5, Pages 564–569.