Το υποσκληρίδιο ύγρωμα είναι η συσσώρευση υγρού στον υποσκληρίδιο χώρο, σαν αποτέλεσμα ανάπτυξης κάποιου είδους βαλβιδικού μηχανισμού της αραχνοειδούς μήνιγγας, αφήνοντας έτσι να διαπερνά το ΕΝΥ μόνο προς τη μια πλευρά –από τον υπαραχνοειδή χώρο προς τον υποσκληρίδιο. Συνήθως τα υποσκληρίδια υγρώματα εμφανίζονται σε ηλικιωμένους ασθενείς μετά από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, αλλά και σε παιδιά συνηθέστερα μετά από μια μόλυνση του ΚΝΣ. Μία από τις κοινές αιτίες των υποσκληρίδιων υγρωμάτων είναι η μείωση της ενδοκοιλιακής πίεσης μετά από την τοποθέτηση βαλβίδας εγκεφάλου, ιδίως σε περιπτώσεις με μέτρια έως σοβαρή εγκεφαλική ατροφία. Επίσης, είναι δυνατό το υποσκληρίδιο ύγρωμα να είναι η μετεξέλιξη του Χρόνιου Υποσκληρίδιου Αιματώματος. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη του είναι άγνωστοι, αλλά είναι πιθανό να υπάρχει μια υποκείμενη διαταραχή της φυσιολογικής δυναμικής κυκλοφορίας και της απορρόφησης του ΕΝΥ. Διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί για να περιγράψει την παθογένεια του συμπεριλαμβανομένων της ρήξης της αραχνοειδούς μήνιγγας, της ανεπάρκειας του αιματο-εγκεφαλικού φραγμού, και της ατροφίας του εγκεφάλου. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ΕΝΥ συσσωρεύεται, παγιδεύεται και παραμένει στον υποσκληρίδιο χώρο λόγω της ανάπτυξης κάποιου είδους βαλβιδικού μηχανισμού. Ακόμα κι ένα ασήμαντο τραύμα στην αραχνοειδή μήνιγγα μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη αυτού του μηχανισμού. Αν ταυτόχρονα ο εγκέφαλος συρρικνώνεται λόγω πχ, ατροφίας, υπερβολικής αφυδάτωσης, οσμωτικών διαταραχών ή μείωσης της ενδοκράνιας πίεσης, η συλλογή του υγρού μπορεί να αναπτυχθεί από παθητική διάχυση. Τα περισσότερα υγρώματα εξαφανίζονται, όταν ο εγκέφαλος με τους κατάλληλους χειρισμούς εκπτυχθεί πλήρως. Λίγα μπορούν να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να δώσουν συμπτωματολογία λόγω πίεσης του εγκεφάλου, και επίσης κάποια μπορούν να μετεξελιχθούν σε υποσκληρίδια αιματώματα, όταν οι αναγκαίες συνθήκες εξακολουθούν να υφίστανται κατά τη διάρκεια αρκετών εβδομάδων.
Έτσι αναλόγως της αιτιοπαθογένειάς τους τα υποσκληρίδια υγρώματα διακρίνονται σε:
*ιδιοπαθή: συνήθως σε παιδιατρικούς ασθενείς.
*μετατραυματικά: δευτερογενή από τραυματισμό της αραχνοειδούς μήνιγγας.
*μετεγχειρητικά: μετά την εκκένωση π.χ. ενός αιματώματος ή μετά την τοποθέτηση κοιλιακής παροχέτευσης ΕΝΥ.
*δευτεροπαθή από αυτόματη ενδοκράνια υπόταση.
Τα περισσότερα υποσκληρίδια υγρώματα είναι μικρά και κλινικά ασήμαντα, αυτά καθ΄ αυτά, αν εξαιρέσουμε πως υποδηλώνουν κάποια άλλη εγκεφαλική ή συστημική διαταραχή. Μεγαλύτερα υγρώματα μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα λόγω χωροκατακτητικής δράσης και τότε χρειάζονται νευροχειρουργική αντιμετώπιση. Εάν το ύγρωμα δεν προκαλεί σημαντική συμπίεση του εγκεφάλου, σύμφωνα με τα κλινικά δεδομένα, ενώ με την Αξονική Τομογραφία- που είναι και η κυρίως διαγνωστική εξέταση- υπάρχει παρεκτόπιση των μεσαίων δομών όχι μεγαλύτερη των 7 mm, είναι επιτρεπτή η συντηρητική αντιμετώπιση. Στις περιπτώσεις ανάπτυξης εμφανούς συμπίεσης του εγκεφάλου κλινικά και νευροαπεικονιστικά ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία. Αυτή έγκειται στην αφαίρεση του υγρού δια απλής κρανιοανάτρησης.
Έτσι αναλόγως της αιτιοπαθογένειάς τους τα υποσκληρίδια υγρώματα διακρίνονται σε:
*ιδιοπαθή: συνήθως σε παιδιατρικούς ασθενείς.
*μετατραυματικά: δευτερογενή από τραυματισμό της αραχνοειδούς μήνιγγας.
*μετεγχειρητικά: μετά την εκκένωση π.χ. ενός αιματώματος ή μετά την τοποθέτηση κοιλιακής παροχέτευσης ΕΝΥ.
*δευτεροπαθή από αυτόματη ενδοκράνια υπόταση.
Τα περισσότερα υποσκληρίδια υγρώματα είναι μικρά και κλινικά ασήμαντα, αυτά καθ΄ αυτά, αν εξαιρέσουμε πως υποδηλώνουν κάποια άλλη εγκεφαλική ή συστημική διαταραχή. Μεγαλύτερα υγρώματα μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα λόγω χωροκατακτητικής δράσης και τότε χρειάζονται νευροχειρουργική αντιμετώπιση. Εάν το ύγρωμα δεν προκαλεί σημαντική συμπίεση του εγκεφάλου, σύμφωνα με τα κλινικά δεδομένα, ενώ με την Αξονική Τομογραφία- που είναι και η κυρίως διαγνωστική εξέταση- υπάρχει παρεκτόπιση των μεσαίων δομών όχι μεγαλύτερη των 7 mm, είναι επιτρεπτή η συντηρητική αντιμετώπιση. Στις περιπτώσεις ανάπτυξης εμφανούς συμπίεσης του εγκεφάλου κλινικά και νευροαπεικονιστικά ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία. Αυτή έγκειται στην αφαίρεση του υγρού δια απλής κρανιοανάτρησης.