7η Κρανιακή συζυγία: Παθήσεις του προσωπικού νεύρου.


Η νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου ή νευροπάθεια της 7ης κρανιακής συζυγίας είναι η πιο συχνή νευροπάθεια κρανιακών νεύρων. Οι βλάβες του προσωπικού νεύρου διαιρούνται σε 3 κατηγορίες:
-Νευροπραξία: αναστέλλεται μόνο η λειτουργία του ενώ το νεύρο παραμένει ακέραιο. Είναι ανατάξιμη.
-Αξονότμηση: είναι μερική διατομή και εκφύλιση του νεύρου. Είναι σοβαρή βλάβη αλλά με την αναμενόμενη αναγέννηση των νευρικών ινών και την έγκαιρη άρση του αιτίου που την προκάλεσε υπάρχει ικανοποιητική αποκατάσταση.
-Νευρότμηση: είναι η σοβαρότερη, πρόκειται για πλήρη διατομή με δυσμενή πρόγνωση.
Ανάλογα με το σημείο εντόπισης της βλάβης η παράλυση διακρίνεται σε κεντρική (μεταξύ εγκεφαλικού φλοιού και γέφυρας) με εκδηλώσεις στο αντίθετο ημιμόριο του προσώπου και σε περιφερική (στην πορεία του νεύρου από τη γέφυρα και πέρα) με εκδηλώσεις στο σύστοιχο ήμισυ του προσώπου. 
Το προσωπικό είναι μικτό νεύρο. Η κινητική μοίρα εκφύεται από τον πυρήνα του προσωπικού στη γέφυρα και διανέμεται στους μιμικούς μύες του προσώπου και στο μυώδες πλάτυσμα. Για τους μύες του άνω τμήματος του προσώπου είναι υπεύθυνη η άνω μοίρα του πυρήνα, η οποία δέχεται πυραμιδικές ίνες και από τα δύο ημισφαίρια, ενώ για τους μύες του κάτω τμήματος είναι υπεύθυνη η κάτω μοίρα του πυρήνα, η οποία δέχεται ίνες μόνο από το αντίθετο ημισφαίριο. Η αισθητική μοίρα του νεύρου προέρχεται από τους νευρώνες του γονατίου γαγγλίου, οι κεντρικές ίνες των οποίων σχηματίζουν το διάμεσο νεύρο που απολήγει στον πυρήνα της μονήρους δεσμίδας (γέφυρα). Από εκεί, ο δεύτερος νευρώνας απολήγει στον θάλαμο και ο τρίτος στη φλοιώδη περιοχή για την αισθητικότητα του προσώπου (οπίσθια κεντρική έλικα). Οι περιφερικές ίνες ακολουθούν την πορεία του προσωπικού νεύρου. Ορισμένες ίνες αποσχίζονται και, με τη χορδή του τυμπάνου, αναστομώνονται με το γλωσσικό νεύρο (3ος κλάδος τριδύμου νεύρου). Εξυπηρετούν την αίσθηση της γεύσης και την αισθητικότητα των πρόσθιων 2/3 της γλώσσας και του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Επίσης, με το στέλεχος του προσωπικού νεύρου φέρονται παρασυμπαθητικές ίνες για τον δακρυϊκό, τον υπογνάθιο και τους υπογλώσσιους σιελογόνους αδένες. Γενικά, η θέση της βλάβης του προσωπικού νεύρου είναι δυνατό να προσδιοριστεί βάσει των διαταραχών που αποδίδονται στους διαδοχικούς κλάδους του νεύρου, κατά την πορεία του από το εγκεφαλικό στέλεχος προς το πρόσωπο. Κατά σειρά, παρατηρούνται διαταραχές της γεύσης στα πρόσθια 2/3 της γλώσσας, υπερακουσία - δακρύρροια και διαταραχές της κινητικότητας.
Ανατομικά στοιχεία.
Το προσωπικό είναι μικτό νεύρο. Η κινητική ρίζα του προσωπικού νεύρου ξεκινά στον πυρήνα του προσωπικού νεύρου, στην ουραία πλάγια μοίρα της γέφυρας, πίσω από την άνω ελαία και επί τα εντός από τον πυρήνα της νωτιαίας ρίζας του τρίδυμου νεύρου. Οι ίνες που ξεκινούν από τον πυρήνα πραγματοποιούν ακολούθως μια αγκύλη (το έσω γόνυ του προσωπικού νεύρου) γύρω από τον πυρήνα του απαγωγού νεύρου, ταξιδεύοντας επί τα εντός, από ουραία θέση σε κεφαλική, πριν να εξέλθουν κατά τη γεφυρο-προμηκική συμβολή. Η κινητική ρίζα ακολούθως διασχίζει τη γεφυρο-παρεγκεφαλιδική δεξαμενή ώστε να εισέλθει στον έσω ακουστικό πόρο. Η αισθητική ρίζα του προσωπικού νεύρου βρίσκεται ξεχωριστά από την κινητική ρίζα, μεταξύ του στελέχους και του έσω ακουστικού πόρου και συχνά ονομάζεται διάμεσο νεύρο [nervus intermedius]. Εντός του διάμεσου νεύρου φέρονται οι γενικές σωματικές προσαγωγές ίνες, που καταλήγουν στο νωτιαίο πυρήνα του τρίδυμου νεύρου, καθώς και ειδικές σπλαχνικές απαγωγές ίνες (του παρασυμπαθητικού), που ξεκινούν από τον άνω σιελικό πυρήνα και τον πυρήνα της μονήρους δεσμίδας [nucleus solitarius).
Εντός του έσω ακουστικού πόρου, το προσωπικό νεύρο συνοδεύεται από την όγδοη κρανιακή συζυγία. Το νεύρο ταξιδεύει προσθιοπλάγια, προς το άνω-έσω πρόσθιο τρήμα του ακουστικού πόρου [meatal foramen], το οποίο διαχωρίζεται σε οστέινα διαμερίσματα. Αυτή είναι η στενότερη μοίρα στο σύνολο του πόρου του προσωπικού νεύρου, διαμέτρου μικρότερης των 0,7mm.  Ο πόρος του προσωπικού νεύρου είναι επίσης γνωστός και ως φαλλοπιανός πόρος. Το προσωπικό νεύρο ακολούθως εισέρχεται στη λαβυρινθική μοίρα του προσωπικού πόρου, που ονομάζεται έτσι καθώς είναι πολύ κοντά στον άνω ημικυκλικό σωλήνα. Η μοίρα αυτή έχει μήκος 3-5 mm και σχηματίζει μια γωνία 130 μοιρών με τον έσω ακουστικό πόρο. Ο λαβυρινθικός πόρος καταλήγει στο γονατώδες γάγγλιο, όπου εντοπίζονται τα κυτταρικά σώματα των νευρώνων της προσαγωγού γενικής σωματικής και ειδικής σπλαχνικής αισθητικότητας. Ο πόρος του προσωπικού νεύρου πραγματοποιεί το πρώτο εξωτερικό γόνυ και εκεί το νεύρο περνά στην τυμπανική του μοίρα. Το τμήμα αυτό έχει μήκος 10 mm και είναι κοντά στο οριζόντιο ημικυκλικό σωλήνα. Η τυμπανική μοίρα τελειώνει εκεί που ο πόρος του προσωπικού κάνει τη δεύτερη εξωτερική καμπή του, αυτή τη φορά σε γωνία 90 μοιρών. Η τελική ενδοκράνια μοίρα του προσωπικού νεύρου ονομάζεται μαστοειδής μοίρα και πορεύεται καθοδικά για διάστημα περίπου 12 mm προς το στυλομαστοειδές τρήμα, σημείο στο οποίο το προσωπικό νεύρο γίνεται εξωκράνιο και περνά εκτός της κρανιακής κοιλότητας. Εκεί το νεύρο διαιρείται στον οπίσθιο ακουστικό κλάδο, ο οποίος νευρώνει αισθητικά το πτερύγιο και το πρόσθιο τμήμα της έλικας ενώ επίσης διαθέτει και κινητικές ίνες. Άλλοι τελικοί κλάδοι περιλαμβάνουν το κροταφοπροσωπικό, το ζυγωματικό και το αυχενοπροσωπικό νεύρο, που ελέγχουν του μιμητικούς μύες του προσώπου, καθώς και κλάδους προς το διγάστορα και το στυλοϋοειδή μυ. Ένα τελικό πλέγμα κλάδων υπάρχει πια εντός του αδένα της παρωτίδας.
Πριν από τον εξωκράνιο τερματισμό του, υπάρχουν αρκετοί σημαντικοί κλάδοι του προσωπικού νεύρου. Ο πρώτος είναι το νεύρο προς το μυ του αναβολέα, που ξεκινά εντός του τυμπανικού πόρου. Η χορδή του τυμπάνου αποσχίζεται εντός της μαστοειδούς μοίρας και ακολούθως εισέρχεται στην τυμπανική κοιλότητα, πριν καταλήξει να συμβληθεί με το γλωσσικό νεύρο. Στέλνει προγαγγλιακές παρασυμπαθητικές ίνες προς το υπογνάθιο γάγγλιο και από εκεί προς τον υπογνάθιο και τους υπογλώσσιους αδένες. Η χορδή του τυμπάνου μεταφέρει επίσης σήματα γεύσης από τα πρόσθια 2/3 της γλώσσας. Το μείζον λιθοειδές νεύρο αποσχίζεται κατά το γονατώδες γάγγλιο, κατευθυνόμενο προς το σφηνοϋπερώιο και το πτερυγοϋπερώιο γάγγλιο, για να νευρώσει παρασυμπαθητικά τους δακρυικούς αδένες.
Κλινική εικόνα.
Οι νευροπάθειες του προσωπικού νεύρου μπορούν να εμφανιστούν ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Είναι σχεδόν πάντα μονόπλευρες, ενώ αμφοτερόπλευρες είναι μόνο στο 1-2% των περιπτώσεων (πίνακες 1 και 2). Ο σακχαρώδης διαβήτης και η εγκυμοσύνη είναι προδιαθεσικοί παράγοντες. Το πιο εμφανές εύρημα κατά την εξέταση είναι η πάρεση ή η παράλυση του προσωπικού νεύρου από ομόπλευρα προς το προσβεβλημένο νεύρο, που αφορά όλους τους μιμητικούς μύες του προσώπου, αν και πιθανώς σε ποικίλο βαθμό. Αυτό το χαρακτηριστικό έρχεται σε αντιδιαστολή με τη μυϊκή αδυναμία του προσώπου εξ αιτίας μιας βλάβης πριν από το γεφυρικό πυρήνα του προσωπικού νεύρου (όπως εξ αιτίας ενός αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου), η οποία θα προκαλέσει αντίπλευρα μυϊκή αδυναμία μόνο της κατώτερης μοίρας των μυών του προσώπου, μη επηρεάζοντας το μετωπιαίο μυ. Οι φλοιο-προμηκικές οδοί προς τον πυρήνα του προσωπικού νεύρου προέρχονται από αμφότερα τα εγκεφαλικά ημισφαίρια όσον αφορά τους μύες της άνω μοίρας του προσώπου, ενώ για τους μύες της κατώτερης μοίρας προέρχονται αποκλειστικά από το αντίπλευρο εγκεφαλικό ημισφαίριο. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες κλίμακες που ποσοτικοποιούν το βαθμό αδυναμίας των μυών του προσώπου (πίνακες 3 και 4), οι οποίοι έχουν γενικά ισοδύναμη εγκυρότητα. Η κλίμακα House-Brackman (Η-Β) διαθέτει το πλεονέκτημα ότι είναι απλή, χρησιμοποιείται συχνά στις βιβλιογραφικές αναφορές και έχει υιοθετηθεί από την «Αμερικανική Ακαδημία Ωτορινολαρυγγολογίας και Χειρουργικής Κεφαλής και Αυχένος» [American Academy of Otolaryngology–Head and Neck Surgery]. 
Πίνακας 1. Αίτια Μονόπλευρης Νευροπάθειας 7ης Κρανιακής Συζυγίας.
------------------------------------------
Οι νευροπάθειες του προσωπικού νεύρου που εντοπίζονται εγγύς του γονατώδους γαγγλίου ή στο ίδιο επίπεδο με αυτό θα προκαλέσουν επίσης το φαινόμενο της υπερακουσίας, λόγω παράλυσης του μυός του αναβολέα, αλλά από μια μεμονωμένη νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου δεν αναμένεται οποιουδήποτε βαθμού απώλεια της ακοής. Επιπρόσθετα, η ροή σιέλου και δακρύων θα επηρεαστεί ή θα χαθεί ταυτόχρονα, λόγω βλάβης των παρασυμπαθητικών ινών. Βλάβες κατά το επίπεδο του δεύτερου εξωτερικού γόνατος του προσωπικού θα οδηγήσουν σε δυσγευσία και ξηροστομία λόγω βλάβης και της χορδής του τυμπάνου. Η αισθητικότητα πάνω από τον ομόπλευρο λοβό του αυτιού μπορεί να επηρεαστεί σε οποιαδήποτε νευροπάθεια του προσωπικού εγγύς του στυλομαστοειδούς τρήματος. Δεν είναι ασυνήθης, επίσης, η υποκειμενική και / ή αντικειμενική υπαισθησία πάνω από τις παρετικές μοίρες του προσώπου. Αυτό υποτίθεται ότι οφείλεται σε συνδέσεις μεταξύ του άνω γναθικού κλάδου του τριδύμου και του σφηνοϋπερώιου γαγγλίου. Μια σημαντική μειοψηφία ασθενών με πάρεση τύπου Bell θα αναπτύξει άλγος πρώιμα κατά την πορεία της νόσου, κάτι που αφορά όμως ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών με σύνδρομο Ramsay Hunt. Καθώς ο σφιγκτήρας του άνω βλεφάρου θα παρουσιάζει αδυναμία, εμποδίζοντας την πλήρη σύγκλιση της βλεφαρικής σχισμής, είναι σημαντική η προστασία του κερατοειδούς, ιδίως κατά τη νύκτα, όταν ο ασθενής κοιμάται. Η λίπανση του οφθαλμού και το προστατευτικό κλείσιμο του βλεφάρου θα πρέπει να ξεκινά αμέσως σε οποιοδήποτε ασθενή με ανεπαρκή σύγκλιση της βλεφαρικής σχισμής. Η χρήση μόνο επιθεμάτων επί του οφθαλμού δεν αποτελεί επαρκές μέτρο ιδίως εάν γίνεται με γάζες, καθώς έτσι θα στεγνώνουν τα δάκρυα και θα επιταχυνθεί μια βλάβη του κερατοειδούς χιτώνα. Σε νευροπάθειες του προσωπικού νεύρου που οφείλονται σε άλλα δευτερογενή αίτια, μπορεί να συνυπάρχουν συμπτώματα από προσβολή και άλλων κρανιακών συζυγιών, όπως απώλεια ακοής, εμβοές, δυσφαγία, δυσαρθρία και διπλωπία και πρόκειται για καταστάσεις που απαιτούν περαιτέρω αξιολόγηση (Πίνακας 1).
Πίνακας 2. Νοσήματα που Είναι Πιθανότερο να Προκαλέσουν Αμφοτερόπλευρη Νευροπάθεια του Προσωπικού Νεύρου.
------------------------------------

Η χρονική πορεία της ανάρρωσης από μια πάρεση του προσωπικού νεύρου εξαρτάται από τον τύπο και το βαθμό της υποκείμενης παθοφυσιολογικής βλάβης. Μια βλάβη που σχετίζεται με νευραπραξία ή είναι αμιγώς απομυελινωτική θα διορθωθεί εντός ημερών έως εβδομάδων, καθώς τα κύτταρα του Schwann επαναμυελινώνουν το προσβεβλημένο τμήμα. Πιο σοβαρές βλάβες που οδηγούν σε αξονική καταστροφή και απομακρυσμένη Βαλλεριανή εκφύλιση θα χρειαστούν μεγαλύτερο διάστημα για την ανάρρωση, καθώς θα απαιτηθεί μια αναγέννηση των νευρώνων. Η αναγέννηση αυτή μπορεί να είναι ατελής, οδηγώντας στις μείζονες επιπλοκές της πάρεσης του προσωπικού νεύρου, οι οποίες είναι η επίμονη πάρεση ή παράλυση, η βλάβη του κερατοειδούς εξ αιτίας ανεπαρκούς σύγκλισης της βλεφαρικής σχισμής, οι σπασμοί των μυών του προσώπου και οι συγκινησίες του προσωπικού.
Οι συγκινησίες είναι φαινόμενα κατά τα οποία η εκούσια πρόθεση ενεργοποίησης ενός μυός θα οδηγήσει στη σύσπαση άλλων μυών επίσης. Αυτή η ταυτόχρονη σύσπαση μπορεί να οφείλεται είτε σε εκτρωματική αναγέννηση των νευρικών ινών είτε σε εφαπτική μετάδοση. Η συγκινησία του προσώπου μπορεί να συμπεριλάβει και κινητικές νευρικές ίνες, καθώς και ίνες προς τους δακρυικούς και σιελογόνους αδένες, οδηγώντας στο φαινόμενο που ονομάζεται «κροκοδείλια δάκρυα», κατά το οποίο η παραγωγή σιέλου στη θέα τροφής προκαλεί επίσης και δακρύρροια. Η συγκινησία του προσώπου διαπιστώνεται στην πλειονότητα των ασθενών με πάρεση τύπου Bell η οποία εμφανίζει στοιχεία αξονικής βλάβης.
Ηλεκροδιάγνωση.
Οι ηλεκτροδιαγνωστικές μέθοδοι που συνηθέστερα χρησιμοποιούνται για τη μελέτη του προσωπικού νεύρου είναι οι μελέτες αγωγιμότητας του προσωπικού νεύρου (ηλεκτρονευρογράφημα), το ηλεκτρομυογράφημα (ΗΜΓ) των μυών που νευρώνονται από το προσωπικό νεύρο, το αντανακλαστικό του σκαρδαμυγμού [blink reflex] και η δοκιμασία νευρωνικής διεγερσιμότητας [nerve excitability test]. Για τους περισσότερους ασθενείς που παραπέμπονται στο ηλεκτρονευροφυσιολογικό εργαστήριο εξ αιτίας πάρεσης του προσωπικού νεύρου, το ζήτημα είναι η πρόγνωση, η οποία σχετίζεται άμεσα με το εάν η βλάβη του προσωπικού νεύρου είναι απομυελινωτική ή αξονική. Οι ηλεκτροδιαγνωστικές μελέτες είναι εξαιρετικά χρήσιμες για να γίνει αυτός ο διαχωρισμός, αλλά περιορίζονται από το γεγονός ότι η Βαλλεριανή εκφύλιση των κινητικών νευρικών ινών χρειάζεται 5-8 ημέρες μετά από μια αξονική βλάβη, οπότε οι μελέτες νευρικής αγωγιμότητας [κινητική ταχύτητα αγωγής (ΚΤΑ) και αισθητική ταχύτητα αγωγής (ΑΤΑ)] θα είναι περιορισμένης προγνωστικής αξίας αν διενεργηθούν πριν από αυτό το χρονικό σημείο. 
Το ύψος του άμεσου κινητικού προκλητού δυναμικού στις 5-7 ημέρες μετά την έναρξη της νόσου έχει χρησιμοποιηθεί για την πρόγνωση και είναι πιθανότατα η καλύτερη διαθέσιμη μέθοδος. Όταν το ύψος του σύνθετου μυϊκού δυναμικού ενεργείας [compound muscle action potential: CMAP] είναι μικρότερο του 10% από αυτό της υγιούς πλευράς, η μέγιστη ανάρρωση θα καθυστερήσει κατά 6-12 μήνες και η λειτουργία θα είναι μέτρια έως σοβαρά επηρεασμένη. Εάν το ύψος είναι 10-30% αυτού της υγιούς πλευράς, η ανάρρωση μπορεί να χρειαστεί 2-8 μήνες με ελαφρά έως μέτρια υπολειπόμενη βλάβη. Εάν το ύψος του CMAP είναι άνω του 30% αυτού της υγιούς πλευράς, μπορεί να αναμένεται πλήρης ανάρρωση εντός 2 μηνών μετά την έναρξη.
Η μέτρηση του λανθάνοντα χρόνου κατά τον άμεσο ερεθισμό της κινητικής μοίρας του προσωπικού νεύρου δεν είναι χρήσιμη εξ ίσου με τη μέτρηση του ύψους.  Όταν διενεργείται 5-7 ημέρες μετά την έναρξη, διαπιστώνονται 3 τύποι προκλητών απαντήσεων: φυσιολογική, η οποία ουσιαστικά διαβεβαιώνει τον ασθενή για μια πλήρη ανάρρωση χωρίς ανάπτυξη εκτρωματικής αναγέννησης, η παράταση του λανθάνοντα χρόνου σε σύγκριση με την υγιή πλευρά, με συχνά μια καλή ανάρρωση αλλά με πιθανότητες ανάπτυξης συγκινησίας και η απουσία απάντησης, με υψηλή συχνότητα συγκινησίας και έλλειψης ανάρρωσης σε ορισμένους ασθενείς.
Η ηλεκτρομυογραφία με βελόνα μπορεί δυνητικά να ανιχνεύσει παθολογικά ευρήματα στους μύες που νευρώνονται από το προσωπικό νεύρο εντός ωρών από την έναρξη, αλλά οι μεταβολές αυτές (όπως το μειωμένο διάγραμμα συμβολής και ο αυξημένος ρυθμός πυροδότησης μυϊκών κινητικών δυναμικών [motor unit potential: MUP]) παρουσιάζουν μικρή προγνωστική αξία, καθώς δεν βοηθούν στη διάκριση των απομυελινωτικών από τις αξονικές βλάβες. Ωστόσο, η παρουσία ακόμη και λίγων εκούσιων MUP σε ασθενή με πλήρη κλινική παράλυση υποδηλώνει ότι η συνέχεια του νεύρου διατηρείται, κάτι που είναι συνεπές με καλύτερη πρόγνωση, σε αντίθεση με ασθενείς στους οποίους δεν υπάρχει καμία τέτοια απάντηση. Τα ινιδικά δυναμικά και τα θετικά κύματα υποδηλώνουν την παρουσία μιας αξονικής εκφύλισης και αυξάνουν τις πιθανότητες μιας καθυστερημένης και ατελούς ανάρρωσης χωρίς όμως και να είναι καθοριστικά για μια τέτοια πρόγνωση. Δεν είναι πιθανό να εμφανιστούν νωρίτερα από μία έως δύο εβδομάδες μετά από την έναρξη της νόσου και μπορεί και να μην εμφανιστούν ακόμη και για τρεις εβδομάδες. Το ΗΜΓ μπορεί να είναι επίσης χρήσιμο στην αξιολόγηση του βαθμού και του ρυθμού επανανεύρωσης, καθώς τα εκούσια MUP επανεμφανίζονται σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είναι ακόμη ορατή η επανέναρξη της κινητικότητας των μυών του προσώπου. Τα ασταθή πολυφασικά MUP υποδηλώνουν συνεχιζόμενη επανανεύρωση και δείχνουν ότι θα επέλθει και πρόσθετη κλινική και λειτουργική βελτίωση.
Το αντανακλαστικό του σκαρδαμυγμού είναι το ηλεκτρικό αντίστοιχο του αντανακλαστικού του κερατοειδούς που ελέγχεται κατά την αντικειμενική νευρολογική εξέταση. Το αντανακλαστικό του σκαρδαμυγμού διαφέρει από την άμεση μελέτη του προσωπικού νεύρου, ως προς το ότι αξιολογεί επιπρόσθετα και το τρίδυμο νεύρο και τη γέφυρα, ελέγχοντας έτσι εγγύς μοίρες του προσωπικού νεύρου που δεν είναι αξιολογήσιμες μέσω της τεχνικής του άμεσου ερεθισμού. Ένα παθολογικό αντανακλαστικό σκαρδαμυγμού που παρουσιάζει πρότυπο συνεπές με νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου έχει διαπιστωθεί σε μια ποικιλία νοσηρών οντοτήτων, όπως η πάρεση τύπου Bell, η φλεγμονώδης απομυελινωτική νευροπάθεια, η κληρονομική νευροπάθεια, ο σακχαρώδης διαβήτης, η πολλαπλή σκλήρυνση και το ακουστικό νευρίνωμα. Η συγκινησία του προσωπικού νεύρου μπορεί να διαπιστωθεί επεκτείνοντας της διαδικασία έκλυσης του αντανακλαστικού σκαρδαμυγμού, ώστε να συμπεριλάβει ηλεκτρόδια καταγραφής πάνω από το σφιγκτήρα του άνω βλεφάρου ή άλλους μύες του προσώπου. Σε ένα φυσιολογικό άτομο, ο ερεθισμός του υπερκόγχιου νεύρου οδηγεί σε απάντηση που καταγράφεται μόνο από το σφιγκτήρα του βλεφάρου. Σε ασθενείς με εκτρωματική αναγέννηση του νεύρου, θα διαπιστωθεί απάντηση τόσο από το σφιγκτήρα του βλεφάρου όσο και από το σφιγκτήρα των χειλέων. Το αντανακλαστικό του σκαρδαμυγμού, ως προγνωστική μέθοδος, δεν έχει αποβεί ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς προσθέτει λίγες πληροφορίες σε σχέση με τις μελέτες άμεσου ερεθισμού του προσωπικού νεύρου, ενώ διαθέτει τους ίδιους χρονικούς περιορισμούς. Οι 100 από 127 ασθενείς 10 με πάρεση τύπου Bell και διατηρούμενη άμεση κινητική απάντηση του προσωπικού νεύρου παρουσίαζαν το εύρημα της απουσίας της απάντησης R1 ή R2, κάτι που σημαίνει καλή κλινική ανάρρωση και υποδηλώνει μια απομυελινωτική βλάβη. Οι 27 με σημαντική ελάττωση της άμεσης κινητικής απάντησης του προσωπικού νεύρου δεν παρουσίαζαν απάντηση R1 ή R2 κατά τη δοκιμασία του αντανακλαστικού και εμφάνισαν φτωχότερη ανάρρωση και συχνή ανάπτυξη συγκινησίας, γεγονός που υποδήλωνε αξονική βλάβη.
Ο ερεθισμός του νεύρου προκειμένου να ελεγχθεί η σύσπαση του μυός και η νευρωνική διεγερσιμότητα έχει υποστηριχθεί ως μια μέθοδος πρώιμου προσδιορισμού της πρόγνωσης, 19 αλλά είναι απίθανο να βοηθά σε αξιόπιστο βαθμό επιπρόσθετα των παραπάνω αναφερόμενων, πιο ποσοτικού χαρακτήρα, δοκιμασιών. 
Πίνακας 3. Κλίμακα Βαθμολόγησης House-Brackman για τις Νευροπάθειες του Προσωπικού.

Πίνακας 4. Κλίμακα Βαθμολόγησης της Νευροπάθειας του Προσωπικού του Yanagihara (0-40).
----------------------------------

Η δοκιμασία αυτή δεν είναι χρήσιμη για τις αμφοτερόπλευρες νευροπάθειες του προσωπικού καθώς συνίσταται σε σύγκριση με τη μη προσβεβλημένη πλευρά. Επιπρόσθετα, η διεγερσιμότητα του νεύρου μπορεί να παραμείνει φυσιολογική έως και 4 ημέρες μετά από μια πλήρη διατομή του προσωπικού, πριν χαθεί εξ αιτίας της Βαλλεριανής εκφύλισης. Ορισμένοι ερευνητές έχουν καταφέρει να αξιολογήσουν την πρόγνωση ακόμη και 72 ώρες μετά την έναρξη, χρησιμοποιώντας τη δοκιμασία διεγερσιμότητας του νεύρου, αν και άλλοι έχουν συμπεράνει ότι το νεύρο δεν καθίσταται ποτέ ευερέθιστο πριν από την 4η μέρα. Η φυσιολογική διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών είναι μικρότερη των 2 mA. Όταν η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών είναι μικρότερη των 5 mΑ, η νευρωνική διεγερσιμότητα δεν προβλέπει αξιόπιστα την έκβαση. Οι ασθενείς με μεγάλη αύξηση του ουδού διεγερσιμότητας (≥10 mΑ) έχουν φτωχή πρόγνωση για καλή ανάρρωση, ενώ όσοι έχουν ενδιάμεση αύξηση (5-10 mA) έχουν μια αρκετά καλή πρόγνωση για ανάρρωση εφ’ όσον ο ουδός βελτιώνεται ή επανέρχεται στο φυσιολογικό κατά την πρώτη εβδομάδα μετά την έναρξη, ειδάλλως η πρόγνωση παραμένει φτωχή.Κατά το χρόνο συγγραφής του παρόντος άρθρου, δεν υπάρχει ηλεκτροδιαγνωστική τεχνική που μπορεί να συμβάλλει αξιόπιστα στην πρόγνωση της πάρεσης τύπου Bell εντός των πρώτων 24-48 ωρών από την έναρξή της. Το ύψος του CAMP σε σύγκριση με την άλλη πλευρά, κατά την ημέρα 5-7 μετά από την έναρξη της νόσου φαίνεται ότι αποτελεί την πιο αξιόπιστη παράμετρο για την τελική πρόγνωση.
Νευροαπεικόνιση.
Η μαγνητική τομογραφία (MRI) με ενίσχυση μέσω γαδολινίου επιτρέπει την απεικόνιση του παθολογικού προσωπικού νεύρου, αλλά συνήθως δεν ενδείκνυται για τη μεμονωμένη μονόπλευρη νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου. Ένα πολύ υψηλό ποσοστό ασθενών με πάρεση τύπου Bell θα παρουσιάσουν σημεία ενίσχυσης, όπως και το 50% των ασθενών με νόσο Ramsey Hunt. Η μόνη διαγνωστικά αξιόπιστη ανωμαλία είναι η ενίσχυση της άπω ενδοκαναλικής και της λαβυρινθικής μοίρας, αλλά εκτός από την επιβεβαίωση της διάγνωσης, το εύρημα αυτό δεν παρέχει καμία ένδειξη της σοβαρότητας ή της πρόγνωσης. Για ασθενείς με υποψία αιτιών δευτεροπαθούς νευροπάθειας του προσωπικού νεύρου, η MRI μπορεί να ενδείκνυται για την αξιολόγηση βλαβών της γέφυρας και της γεφυρο-παρεγκεφαλιδικής δεξαμενής, καθώς και μαζών του έσω ακουστικού πόρου ή μιας μηνιγγίτιδας.
Διαφορική διάγνωση.
Το πιο σύνηθες διαγνωστικό ερώτημα στην οξεία μονόπλευρη πάρεση προσωπικού νεύρου είναι η διάκριση μεταξύ νευροπάθειας του προσωπικού νεύρου και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, η οποία κλινικά δεν αναμένεται δύσκολη. Στη μυϊκή αδυναμία του προσώπου του τύπου του ανώτερου κινητικού νευρώνα (ή «κεντρικού τύπου») διατηρείται η κινητικότητα του μετώπου, δεν συνυπάρχει υπερακουσία, δυσγευσία ή άλγος και συνήθως θα υπάρχουν και συμπτώματα και σημεία εκτός του προσώπου. Εάν επιβεβαιωθεί η διάγνωση της νευροπάθειας του προσωπικού νεύρου, η διαφορική διάγνωση γίνεται μεταξύ της πάρεσης τύπου Bell, που είναι μια ιδιοπαθής νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου και αιτών δευτεροπαθούς νευροπάθειας (πίνακες 1 και 2). Η πάρεση τύπου Bell ευθύνεται για έως και το 70% των περιπτώσεων νευροπάθειας του προσωπικού νεύρου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στοιχεία που συνηγορούν υπέρ αιτιών δευτεροπαθούς βλάβης περιλαμβάνουν τη συμμετοχή άλλων κρανιακών νεύρων (με την εξαίρεση της υποκειμενικής ή αντικειμενικής υπαισθησίας πάνω από τη ζυγωματική χώρα) και σημεία ή συμπτώματα από άλλες θέσεις. Συνοδές παθολογικές καταστάσεις που συσχετίζονται με νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου (πίνακες 1 και 2) αποτελούν επίσης αιτία μιας διερεύνησης πέρα από την πάρεση τύπου Bell.
Η συνηθέστερη αιτία δευτεροπαθούς προσβολής του προσωπικού νεύρου είναι το σύνδρομο Ramsey Hunt, που οφείλεται σε προσβολή του ωτικού γαγγλίου από έρπητα ζωστήρα, κατάσταση που μπορεί να ευθύνεται έως και για το 18% των νευροπαθειών του προσωπικού νεύρου. Στην περίπτωση που δεν εξεταστεί για την ύπαρξη φυσαλίδων ο έξω ακουστικός πόρος, η στοματική κοιλότητα, και η γλώσσα, δεν θα γίνει διάκριση της κατάστασης από την πάρεση τύπου Bell. 
Η παρουσία αμφοτερόπλευρης νευροπάθειας του προσωπικού νεύρου, αν και ασυνήθης, παρέχει περαιτέρω στοιχεία για την αιτιολογία (πίνακας 2). Η πάρεση τύπου Bell παραμένει το συνηθέστερο αίτιο αυτής, αλλά χρειάζεται να λογαριαστούν και το σύνδρομο Guillain-Barre όπως και το σύνδρομο Miller Fisher, καθώς και η λοίμωξη από HIV, η μηνιγγίτιδα, μια ποικιλία παθολογικών καταστάσεων της γέφυρας και η νόσος του Lyme. 
Πάρεση τύπου Bell.
Ο Charles Bell περιέγραψε πρώτος το σύνδρομο που έλαβε το όνομά του, το 1821. Αποτελεί μια αιφνίδιας έναρξης μονόπλευρη ιδιοπαθή νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου. Η πάρεση τύπου Bell έχει πολύ καλή πρόγνωση, με το 85% των ασθενών να παρουσιάζουν πλήρη ανάρρωση μέχρι και 9 μήνες μετά. Ο McCormick διατύπωσε πρώτος μια σύνδεση με τη λοίμωξη εκ του ιού του απλού έρπητα (HSV) το 1972, και υπάρχουν αρκετές περαιτέρω αναφορές που υποστηρίζουν ότι έως και το 79% των περιπτώσεων πάρεσης τύπου Bell οφείλονται σε αναζωπύρωση μιας λοίμωξης από HSV εντός του γονατώδους γαγγλίου. Στο σίελο ενός αυξημένου αριθμού ασθενών με πάρεση τύπου Bell διαπιστώθηκε, μέσω αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), αυξημένος αριθμός κλασμάτων του γονιδιώματος του HSV, ενώ η PCR προσδιόρισε επίσης τέτοια κλάσματα κατά τη βιοψία του γονατώδους γαγγλίου ανθρώπων. Οι Murakami και συν. διαπίστωσαν ενεργές αλληλουχίες του HSV στο ενδονεύριο υγρό του προσωπικού νεύρου, από ασθενείς με πάρεση τύπου Bell, ενώ η νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου κατέστη δυνατό να προκληθεί σε ζώα μέσω επανενεργοποίησης του HSV. Η αναζωπύρωση της λοίμωξης εκ του ιού HSV υποτίθεται ότι προκαλεί φλεγμονή του προσωπικού νεύρου εντός του ακουστικού πόρου, η οποία αρχικά προκαλεί απομυελίνωση, αλλά εάν είναι σοβαρή, προκαλεί αξονική βλάβη και Βαλλεριανή εκφύλιση, σε θέσεις απώτερες της βλάβης. Αυτή η παθοφυσιολογική θεωρία έχει οδηγήσει κατά συνέπεια στην υπόθεση ότι τα κορτικοστεροειδή και / ή τα αντιικά φάρμακα θα βοηθήσουν στην ανάρρωση από την πάρεση τύπου Bell, όπως και στην πρόληψη των μακροχρόνιων επιπλοκών, συμπεριλαμβανομένης της παράλυσης, της πάρεσης και της συγκινησίας.
Μέχρι πρόσφατα, η αξιολόγηση του κατά πόσον τα κορτικοστεροειδή ή τα αντιικά ή αμφότερες οι θεραπείες παρουσιάζουν όφελος στην πάρεση τύπου Bell δυσκολευόταν από την ύπαρξη ελάχιστων τυχαιοποιημένων μελετών με περιορισμένο αριθμό ασθενών. Στην πιο πρόσφατη ανασκόπηση της ομάδας Cochrane σχετικά με τα κορτικοστεροειδή στην πάρεση τύπου Bell, που δημοσιεύθηκε το 2004, υπήρχαν μόνο 4 μελέτες με σύνολο 179 ασθενών. Δεν διαπιστώθηκε καμία στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ κορτικοστεροειδών και μη θεραπείας. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι «απαιτούνται περισσότερες τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες μελέτες, από μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, προκειμένου να προσδιοριστεί αξιόπιστα εάν υπάρχει αληθινό όφελος (ή ενδεχομένως ζημία) από τη χρήση κορτικοστεροειδών σε ασθενείς με πάρεση τύπου Bell». Σχεδόν στο ίδιο συμπέρασμα έφτασαν οι συγγραφείς μιας ανασκόπησης της ομάδας Cochrane για τα αντιικά φάρμακα στην πάρεση τύπου Bell. Προσδιόρισαν μόνο 3 τυχαιοποιημένες μελέτες που πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης, με σύνολο 246 ασθενών. Το όφελος ήταν και πάλι αβέβαιο όπως και η ενδεχόμενη ζημία. «Περισσότερα δεδομένα απαιτούνται, μέσα από μια μεγάλη πολυκεντρική τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη, καθώς και διπλά τυφλή μελέτη, με διάρκεια παρακολούθησης τουλάχιστον 12 μηνών, πριν να γίνει μια οριστική σύσταση σχετικά με την επίδραση της ασυκλοβίρης ή της βαλασυκλοβίρης στην πάρεση τύπου Bell», δηλώνουν οι συγγραφείς. 
Δύο πρόσφατες μελέτες έχουν βοηθήσει στο να ξεκαθαρίσει η εικόνα. Το 2007, οι Hato και συν. δημοσίευσαν μια προοπτική, τυχαιοποιημένη, πολυκεντρική, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη της βαλασικλοβίρης και της πρεδνιζόνης σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο και πρεδνιζόνη. Η δόση της βαλασικλοβίρης ήταν 1000 mg ημερησίως για 5 ημέρες, ενώ της πρεδνιζόνης ήταν 60 mg ημερησίως για 5 ημέρες, 30 mg ημερησίως για 3 ημέρες ή 10 mg ημερησίως για 2 ημέρες. Στη μελέτη εντάχθηκαν 296 ασθενείς, ενώ 221 ολοκλήρωσαν τη μελέτη και συμπεριλήφθηκαν στη στατιστική ανάλυση. Όλοι οι ασθενείς ελέγχθηκαν για την ύπαρξη ιού ανεμοβλογιάς-έρπητα ζωστήρα, με ορολογική μέθοδο ή με τη μέθοδο PCR ενώ οι 23 τελικά αποκλείστηκαν από τη στατιστική ανάλυση λόγω θετικών αποτελεσμάτων. Η ανάρρωση προσδιορίστηκε ως η βαθμολογία Yanagihara μεγαλύτερη του 36, η οποία ισοδυναμεί περίπου με βαθμολογία H-B της τάξης του 1-2. Τα συνολικά αποτελέσματα έδειξαν ότι το 96,5% των ασθενών που έλαβαν συνδυασμό βαλασυκλοβίρης και πρεδνιζόνης εμφάνισαν ανάρρωση έναντι του 99,7% όσων έλαβαν εικονικό φάρμακο και πρεδνιζόνη, μια διαφορά στατιστικά σημαντική με p ≤ 0,05. Ωστόσο, η μεγαλύτερη διαφορά αφορούσε τους ασθενείς με πλήρη παράλυση και στην περίπτωση που αναλύθηκαν μαζί η πλήρης και η σοβαρή παράλυση, το απόλυτο ποσοστό βελτίωσης αυξήθηκε στο 9,1%. 
Το 2007, οι Sullivan και συν. 26 δημοσίευσαν μια προοπτική, τυχαιοποιημένη και ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη της πάρεσης τύπου Bell, εντός 3 ημερών από την έναρξη αυτής. Σχημάτισαν 4 ομάδες, οι οποίες έλαβαν είτε πρεδνιζολόνη για 10 ημέρες, ασυκλοβίρη, συνδυασμό αυτών ή εικονικό φάρμακο. Η πρωτογενής μέτρηση της έκβασης ήταν η βελτίωση κατά ένα βαθμό στη βαθμολογία H-B. Η πρεδνιζολόνη χορηγήθηκε σε δόση 25 mg 2 φορές ημερησίως, ενώ η ασυκλοβίρη σε δόση 400 mg 5 φορές ημερησίως. Οι ερευνητές ανέλυσαν τη θετική έκβαση 496 ασθενών. Στους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο, το 64,7% ανέρρωσε εντός 3 μηνών, ενώ το 85,2% εντός 9 μηνών. Αναφορικά με τη χορήγηση έναντι της μη χορήγησης κορτικοστεροειδών, βελτιώθηκε το 83% στους 3 μήνες έναντι ενός αντίστοιχου 63.6%, με λόγο πιθανοτήτων 2,44 , ενώ στους 9 μήνες βελτιώθηκε το 94,4%, έναντι 81,6% με λόγο πιθανοτήτων 3,32. Η έκβαση για τα αντιικά ήταν διαφορετική, καθώς δεν διαπιστώθηκε όφελος. Στους 3 μήνες, το 71,2% όσων έλαβαν ασυκλοβίρη και το 75,7% όσων δεν έλαβαν εμφάνισαν ανάρρωση, με λόγο πιθανοτήτων 0,86, ενώ στους 9 μήνες οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 85,4%, 90,8% και ο λόγος πιθανοτήτων 0,61. Οι συγγραφείς συμπέραναν ότι η πρώιμη θεραπεία με πρεδνιζολόνη στην πάρεση τύπου Bell βελτιώνει σημαντικά την πιθανότητα ανάρρωσης, αλλά για την ασυκλοβίρη «δεν υπάρχουν στοιχεία οφέλους, χορηγούμενης μόνης ή πρόσθετου οφέλους, όταν συγχορηγείται με πρεδνιζολόνη». Το όφελος της πρεδνιζολόνης ήταν εμφανές σε ασθενείς με μέτρια αδυναμία των μυών του προσώπου (βαθμολογία H-B 2-4) καθώς και στη σοβαρή παράλυση (βαθμολογία Η-Β 5-6).
Οι δύο αυτές μελέτες έχουν πυροδοτήσει μεγαλύτερη αντιπαράθεση σχετικά με το ρόλο της θεραπείας με αντιικά. Μια λογική σειρά κλινικών πράξεων με βάση τις παραπάνω δύο μελέτες θα ήταν θεραπεία της πάρεσης τύπου Bell μόνο με κορτικοστεροειδή όταν αυτή είναι μέτρια, και η διαφύλαξη της αντιικής θεραπείας για τους ασθενείς εκείνους με σοβαρή έως πλήρη παράλυση. 
Έχουν επίσης εξεταστεί και άλλες θεραπείες, που παραμένουν όμως αμφιλεγόμενες. Μια ανασκόπηση της ομάδας Cochrane σχετικά με το βελονισμό στην πάρεση τύπου Bell εντόπισε 6 μελέτες με συνολικά 537 ασθενείς, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα λόγω κακής ποιότητας των μελετών. Η χειρουργική θεραπεία της πάρεσης τύπου Bell έχει ακολουθήσει μια μεταβαλλόμενη πορεία στην πάροδο του χρόνου, με μεταβολή της θέσης αποσυμπίεσης και του χρόνου αυτής, από δημοσίευση σε δημοσίευση.  Ο May, που κάποτε ήταν ξεκάθαρος υποστηριχτής της χειρουργικής αποσυμπίεσης, κατέληξε να θεωρεί ότι δεν προσφέρει κανένα όφελος. Μια πιο πρόσφατη πολυκεντρική, προοπτική μελέτη της χειρουργικής αποσυμπίεσης του μέσου κρανιακού βόθρου χρησιμοποίησε ηλεκτρονευρογράφημα και ηλεκτρομυογράφημα με βελόνα για να επιλέξει τους ασθενείς. Οι ασθενείς που εμφανίστηκαν εντός 3 ημερών από την έναρξη τέθηκαν σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή. Στη 14η ημέρα, στους ασθενείς με ολική παράλυση του προσώπου (βαθμού 6 κατά H-B) και μείωση κατά ≥90% του ύψους του κινητικού CMAP σε σύγκριση με τη μη προσβεβλημένη πλευρά και πλήρη απουσία MUP κατά το ηλεκτρομυογράφημα με βελόνα, έγινε η πρόταση χειρουργικής επέμβασης. Οι 19 ασθενείς πληρούσαν τα κριτήρια για χειρουργική αποσυμπίεση εντός των 14 ημερών και οι 18 από αυτούς επανήλθαν σε βαθμό 1 ή 2 κατά H -B.
Έντεκα ασθενείς αρνήθηκαν τη χειρουργική επέμβαση, και από αυτούς οι 4 ανέρρωσαν έως ένα βαθμό 2 κατά Η-Β, ενώ 7 έφτασαν σε βαθμό 3. Άλλοι 7 ασθενείς υποβλήθηκαν σε επέμβαση αποσυμπίεσης εντός 14 ημερών και οι 2 ανέρρωσαν σε βαθμό 3. Η μελέτη δεν ήταν τυχαιοποιημένη ή τυφλή καθ’ οιοδήποτε τρόπο και οι αριθμοί των ασθενών ήταν μικροί. Ωστόσο, φέρει στο προσκήνιο την πρώιμη χειρουργική αποσυμπίεση, στους ασθενείς εκείνους που έχουν τη χειρότερη πρόγνωση.
Σύνδρομο Ramsey Hunt.
O Ramsey Hunt περιέγραψε πρώτος την κατάσταση η οποία έλαβε το όνομα του το 1907. Το σύνδρομο Ramsey Hunt ορίζεται ως μια περιφερική νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου που συνοδεύεται από ερυθηματώδες φυσαλιδώδες εξάνθημα του ωτός (έρπης ζωστήρας του ωτικού γαγγλίου) ή του στόματος.
Μπορεί να εμφανιστεί σε παιδιά (16,7% των περιπτώσεων μονόπλευρης πάρεσης προσωπικού) ή σε ενήλικες (18,1% των περιπτώσεων) με σχεδόν ισοδύναμη συχνότητα, αν και φαίνεται ότι εμφανίζεται λιγότερο συχνά σε παιδιά ηλικίας κάτω των 6 ετών. Το σύνδρομο Ramsey Hunt μπορεί να εμφανιστεί χωρίς παράλληλη εμφάνιση εξανθήματος («ζωστήρας άνευ έρπητος» [zoster sine herpete]) αλλά θα συνοδεύεται είτε από μια τετραπλάσια αύξηση στα αντισώματα έναντι του ιού ανεμευλογιάς-έρπητα ζωστήρα είτε από παρουσία ανιχνευόμενου DNA του ιού. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να υπάρχει σε ποσοστό 2,4 έως και 19 % των ασθενών που κατά τα άλλα θεωρείται ότι πάσχει από πάρεση τύπου Bell.
Η αδυναμία των μυών του προσώπου φτάνει στο μέγιστο βαθμό εντός μιας εβδομάδας από την έναρξη, με πλήρη έως σοβαρή παράλυση στο 52% των ενηλίκων και στο 44% των παιδιών. Η ηλικία άνω των 50 ετών, η πλήρης παράλυση και η έλλειψη διεγερσιμότητας του νεύρου είναι παράγοντες φτωχής πρόγνωσης.  Περίπου 80-84% θα αναρρώσουν σε βαθμό 1 ή 2 κατά H-B. Αντίθετα με την πάρεση τύπου Bell, είναι συχνές και οι προσβολές άλλων κρανιακών συζυγιών (VIII, IX ή X), με έως και 53% των ενηλίκων ατόμων να εμφανίζουν απώλεια ακοής, η οποία δεν βελτιώνεται στο 38%. Επίσης συχνές είναι οι εμβοές και ο ίλιγγος. 
Υπάρχει έλλειψη προοπτικών, τυχαιοποιημένων και ελεγχόμενων μελετών για τη νόσο Ramsey Hunt. Η μεγαλύτερη αναδρομική μελέτη χρησιμοποίησε πρεδνιζολόνη από το στόμα και ενδοφλέβια ασυκλοβίρη επί 80 ασθενών οι οποίοι χωρίστηκαν μεταξύ τους ανάλογα με την έναρξη θεραπείας. Το 75% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία εντός 3 ημερών ανάρρωσαν πλήρως, ένα ποσοστό που έπεσε στο 48% όταν η θεραπεία ξεκίνησε εντός των ημερών 4 έως 7 και μόνο το 30% εμφάνισε πλήρη ανάρρωση όταν η θεραπεία καθυστέρησε για περισσότερες από 7 ημέρες. Η δόση των αντιικών από το στόμα διέφερε από αυτή που θεωρείται αποτελεσματική για τον HSV, καθώς για τον ιό ανεμοβλογιάς-ζωστήρα χορηγήθηκαν 3.000 mg ημερησίως βαλασικλοβίρης ή 4.000 mg ημερησίως ασυκλοβίρης για 7 ημέρες, έναντι 1.000 mg ημερησίως οποιουδήποτε από τα παραπάνω φάρμακα για 5 ημέρες, στην περίπτωση του HSV. Καθώς τα φάρμακα αυτά αναστέλλουν την αντιγραφή των ιών αλλά δεν τους καταστρέφουν, η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά εντός 3 ημερών, ώστε να είναι αποτελεσματική. 
Νευροπάθεια από νόσο του Lyme.
Οι κρανιακές νευροπάθειες εμφανίζονται σε ποσοστό 5-10% των πασχόντων από νόσο του Lyme και το 80% αυτών αφορούν το προσωπικό νεύρο. Η Βορρελίωση ή Νόσος του Lyme είναι μια ασθένεια που προκαλείται από το βακτήριο Borrelia burgdorferi. Το βακτήριο αυτό μεταδίδεται μέσω τσιμπήματος από το τσιμπούρι Ixodes ricinus. Η παρουσίαση της νόσου ποικίλει και μπορεί να περιλαμβάνει συμπτώματα γρίπης στα αρχικά στάδια και έπειτα εκδηλώνεται με μυοσκελετικά, αρθριτικά, νευρολογικά, ψυχιατρικά και καρδιακά συμπτώματα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η νόσος θεραπεύεται με αντιβιοτικά, ειδικά εάν η θεραπεία ξεκινήσει στα αρχικά στάδια της ασθένειας. Καθυστερημένη θεραπεία συχνά οδηγεί σε «προχωρημένη» βορρελίωση η οποία είναι δύσκολο να θεραπευτεί.
Το πιο χαρακτηριστικό σημάδι της βορρελίωσης είναι το κόκκινο σημείο το οποίο σταδιακά μεγαλώνει ενώ στο κέντρο του σημείου το χρώμα του δέρματος είναι πιο ανοιχτό, αυτό το κόκκινο σημείο ονομάζεται «μεταναστευτικό ερύθημα». Συνήθως αυτό το κόκκινο σημείο εμφανίζεται μέσα σε τρεις εβδομάδες μετά το τσίμπημα από τσιμπούρι. Οι μισοί από τους ασθενείς που έχουν το μεταναστευτικό ερύθημα (κόκκινο σημείο) δεν το γνωρίζουν ή δεν ξέρουν ότι προέρχεται από κάποιο τσίμπημα από τσιμπούρι, σύμπτωμα το οποίο εμφανίζεται στο 80% περίπου των ασθενών με βορρελίωση.
Κάποιο διάστημα μετά από το τσίμπημα από το Ixodes ricinus (τσιμπούρι) το βακτήριο μπορεί να μπει στην κυκλοφορία του αίματος και με αυτό τον τρόπο η ασθένεια να εξαπλωθεί σε ολόκληρο το σώμα. Επειδή κάποιος μπορεί να μην παρουσιάσει μεταναστευτικό ερύθημα είναι δυνατό ο γιατρός να μην μπορέσει να αντιληφθεί ότι ο ασθενής πάσχει από Βορρελίωση. Τα συμπτώματα της εμφανίζονται κυρίως στις αρθρώσεις, στην καρδιά και στο νευρικό σύστημα (κεντρικό ή περιφερικό).
Στις περισσότερες περιπτώσεις το βακτήριο επιτίθεται στις μήνιγγες του εγκεφάλου προκαλώντας ένα είδος μηνιγγίτιδας, το οποίο μπορεί να συνοδεύεται από μόλυνση στο νωτιαίο μυελό ή στα νεύρα του εγκεφάλου. Όταν η Βορρελίωση επηρεάσει τις μήνιγγες και προκαλέσει μηνιγγίτιδα τα συμπτώματα είναι ελάχιστα —συνήθως δεν παρουσιάζονται πονοκέφαλοι, πυρετός ή ακαμψία στον αυχένα— ενώ όταν υπάρξει μόλυνση και κατά συνέπεια φλεγμονή των νεύρων του εγκεφάλου παρουσιάζεται κυρίως παράλυση από τη μία μεριά του προσώπου. Πιο σπάνια παρουσιάζεται διπλωπία, που σημαίνει ότι ο ασθενής βλέπει τα αντικείμενα διπλά. Μόλυνση του νωτιαίου μυελού προκαλεί πόνους στα άκρα και στο σώμα καθώς και εξάντληση. Πιο σπάνια προκαλείται και ακράτεια ούρων. Τα προηγούμενα συμπτώματα μπορεί να διαρκέσουν αρκετό καιρό καθώς για μπορέσουμε να μιλήσουμε για προχωρημένη Βορρελίωση χρειάζεται να περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος. Ένα σύμπτωμα που συνοδεύει την προχωρημένη Βορρελίωση είναι η χρόνια ατροφική ακροδερματίτιδα. Στην αρχή δε της μόλυνσης συνήθως εμφανίζονται και συμπτώματα γρίπης.
Η νόσος του Lyme είναι μια συχνή αιτία μονόπλευρης νευροπάθειας του προσωπικού νεύρου. Η μονόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη πάρεση του προσωπικού νεύρου είναι η συνηθέστερη νευρολογική εκδήλωση της νόσου, ευθυνόμενη για το 50 % των περιπτώσεων όπου υπάρχει νευρολογική συμμετοχή. Η εμφάνιση υπολειμματικών συμπτωμάτων από τη νευροπάθεια του προσωπικού που σχετίζεται με τη νόσο του Lyme δεν είναι συχνή, με μια πλήρη ή σχεδόν πλήρη ανάρρωση να αφορά τουλάχιστον το 90% των ασθενών, ακόμα και χωρίς θεραπεία. Ο ορολογικός έλεγχος του περιφερικού αίματος για τη νόσο του Lyme είναι αρνητικός στο 90% των ασθενών κατά το χρόνο εμφάνισης του προσωπικού νεύρου, αλλά στην πορεία μπορεί να αποβεί θετικός. Οι εξετάσεις βάσει της τεχνικής «Δυτικής στίξης» [Western blot] είναι συνήθως αρνητικές, γεγονός συνεπές με το ότι η νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου είναι μια πολύ πρώιμη εκδήλωση της νόσου του Lyme, ενώ το μεταναστευτικό ερύθημα είναι επίσης ασύνηθες. 51 Η αιτία της νευροπάθειας του προσωπικού από τη νόσο του Lyme πιθανότατα δεν έχει να κάνει με μηνιγγίτιδα. Ο Halbering εξέτασε το εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) 31 ασθενών με νευροπάθεια προσωπικού νεύρου από νόσο του Lyme. Μόνο οι 11 εμφάνιζαν πλειοκυττάρωση στο ΕΝΥ, ενώ οι 9 εμφάνιζαν αυξημένη συγκέντρωση πρωτεΐνης. Ο ερευνητής αυτός πρότεινε ότι η μηνιγγίτιδα μπορεί να εμφανιστεί ταυτόχρονα με τη νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου, αλλά δεν είναι η αιτία αυτής.
Δεν υπάρχουν προοπτικές, τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες μελέτες ως προς τη θεραπεία. Τα αντιβιοτικά από το στόμα σε ασθενή με νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου από τη νόσο του Lyme και φυσιολογικό ΕΝΥ φαίνεται ότι επαρκούν. Αρκετά αντιβιοτικά που χορηγούνται από το στόμα ή παρεντερικά είναι δραστικά. Το ερώτημα του εάν ο ασθενής με νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου από τη νόσο του Lyme θα πρέπει να υποβάλλεται σε εξέταση του ΕΝΥ αποτελεί αντικείμενο συνεχιζόμενης αντιπαράθεσης και εξαρτάται από το εάν ενδείκνυται η χορήγηση αντιβιοτικών από το στόμα ή παρεντερικά, εφ’ όσον υπάρχει μηνιγγίτιδα. Κάτι τέτοιο θα φαινόταν ότι είναι μη αναγκαίο, εάν πράγματι, όλες οι μορφές λοίμωξης εκτός από αυτές όπου υπάρχουν κλινικές ή ακτινολογικές ενδείξεις παρεγχυματικής νόσου του κεντρικού νευρικού συστήματος, αντιμετωπίζονται εξ ίσου μέσω αντιβιοτικών από το στόμα». Στις περιοχές όπου ενδημεί η νόσος, η παρουσία πάρεσης του προσωπικού νεύρου, με ή χωρίς μηνιγγίτιδα και με ιστορικό έκθεσης σε δήγμα κρότωνος είναι επαρκείς αιτίες έναρξης εμπειρικής θεραπείας. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν βοηθούν τα κορτικοστεροειδή ή εάν επιβαρύνουν ή δεν έχουν καμία συχνότητα στην ανάρρωση στη νευροπάθεια του προσωπικού νεύρου από τη νόσο του Lyme. Η θεραπευτική απάντηση είναι παρόμοια μεταξύ ενηλίκων και παιδιών. 
Κατάγματα κρανίου.
Ο τραυματισμός του προσωπικού νεύρου αποτελεί τη δεύτερη σε συχνότητα αιτία βλάβης του νεύρου. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε ιατρογενή τραυματισμό, διατιτραίνοντα τραύματα προσώπου και παρωτιδικής χώρας και κατάγματα του κροταφικού οστού. Η τραυματική κάκωση του προσωπικού νεύρου από νύσσοντα όργανα ή βλήματα παρουσιάζει ιδιαιτερότητες όσον αφορά στην αντιμετώπιση, επειδή συνήθως η βλάβη αφορά σε πολλαπλά επίπεδα του νεύρου και καθιστά προβληματική τη λειτουργική αποκατάσταση.
Το προσωπικό νεύρο μπορεί να τραυματισθεί σε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις από κατάγματα του κροταφικού οστού. Κατάγματα του κροταφικού οστού είτε εγκάρσια είτε επιμήκη μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν βλάβη του νεύρου στη λαβυρινθική και τη μαστοειδική μοίρα ή στην περιοχή του γονατώδους γαγγλίου, αντίστοιχα. Η υψηλότερη συχνότητα τρώσης του προσωπικού νεύρου εμφανίζεται στην περίπτωση των εγκαρσίων καταγμάτων. Όταν η παράλυση είναι μερική η πρόγνωση είναι καλή. Επί πλήρους παραλύσεως η πρόγνωση βαραίνει γιατί παρουσιάζονται μεγάλες διεγχειρητικές δυσχέρειες.
Παράλυση προσωπικού νεύρου από όγκους.
Ογκοι της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής γωνίας π.χ. ακουστικό νευρίνωμα, μηνιγγιώματα, του μέσου ωτός π.χ παραγαγγλιώματα, χολοστεατώματα, του κροταφικού οστού και της παρωτίδας (ας μην ξεχνάμε πως το νεύρο περνά μέσα από τον αδένα) μπορεί να έχουν σαν πρώτο σύμπτωμα την παράλυση του προσωπικού. Εδώ προέχει η αντιμετώπιση των όγκων και κυρίως των κακοήθων.  Σε σπανιότερες περιπτώσεις, η υπεύθυνη παθολογία μπορεί να εξορμάται από το ίδιο το προσωπικό νεύρο. Το σβάνωμα-νευρίνωμα  είναι ο συχνότερος αμιγής όγκος του προσωπικού νεύρου, αν και σπάνιος ανάμεσα στα νευρινώματα.
Μετεγχειρητική παράλυση του προσωπικού νεύρου.
Ιατρογενής κάκωση μπορεί να συμβεί και στις τρεις μοίρες της πορείας του νεύρου. Η ενδοκρανιακή μοίρα του νεύρου μπορεί να υποστεί τρώση σε εγχειρήσεις για την αφαίρεση παθολογίας της γεφυροπαρεγκεφαλιδικής γωνίας, ενώ τραυματισμός της ενδοκροταφικής και της εξωκροταφικής μοίρας του μπορεί να επιπλέξει χειρουργικές επεμβάσεις στην περιοχή του μέσου ωτός και της παρωτίδας. Κατά  τη  χειρουργική  του  μέσου  ωτός,  η τρώση του προσωπικού νεύρου συμβαίνει συχνότερα στην τυμπανική μοίρα του νεύρου, ενώ η συχνότητα της επιπλοκής αυτής αναφέρεται σε ποσοστό 0,6−3,6%. Η κάκωση του νεύρου κατά τη χειρουργική της παρωτίδας σχετίζεται με την υποκείμενη παθολογία και την ταυτόχρονη διενέργεια λεμφαδενικού καθαρισμού. Ιατρογενής κάκωση του νεύρου αναφέρεται επιπλέον και ως αποτέλεσμα χειρισμών κατά τον τοκετό.
Άλλα αίτια.
-Μεταβολικά νοσήματα είναι, επίσης, υπεύθυνα για ορισμένες περιπτώσεις παραλύσεων του προσωπικού νεύρου. Στις περιπτώσεις αυτές, η υποκείμενη παθολογία πιθανόν να είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, ο υπερθυρεοειδισμός ή η υπέρταση.
-Αυτοάνοσες παθήσεις που μπορεί να προκαλέσουν παράλυση του προσωπικού περιλαμβάνουν τη σαρκοείδωση, στην περίπτωση της οποίας μάλιστα η παράλυση του προσωπικού νεύρου αποτελεί τη συχνότερη ωτολογική εκδήλωση, και την κοκκιωμάτωση Wegener.
Αντιμετώπιση της παράλυσης του προσωπικού νεύρου.
Η αντιμετώπιση της παράλυσης του προσωπικού νεύρου συνίσταται στη χορήγηση κορτικοειδών στην περίπτωση της ιδιοπαθούς παράλυσης, στη θεραπεία του υποκείμενου αιτίου ή στην προσπάθεια συρραφής του νεύρου επί τραυματισμού.
1. Συντηρητική αντιμετώπιση.
Η φαρμακευτική αντιμετώπιση των παραλύσεων του προσωπικού νεύρου αφορά στη χορήγηση κατάλληλης αγωγής σε λοιμώδους αιτιολογίας βλάβη. Περαιτέρω, η χορήγηση πρεδνιζολόνης στην ιδιοπαθή παράλυση του προσωπικού νεύρου, παρά τους υποστηρικτές της, παραμένει υπό αμφισβήτηση, καθώς το θεραπευτικό όφελος της χορήγησής της δεν έχει αποδειχθεί σαφώς. Πρόσθετα συντηρητικά μέτρα στοχεύουν στην προστασία του κερατοειδούς του οφθαλμού με τη χρήση τεχνητών δακρύων και αλοιφών.
2. Μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση.
Η μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση των βλαβών του προσωπικού νεύρου στοχεύει στην αντιμετώπιση της έκθεσης του κερατοειδούς και στην επίτευξη της κίνησης των μυών του προσώπου.
α) Αντιμετώπιση της έκθεσης του κερατοειδούς. Η καλή σύγκλειση των βλεφάρων μπορεί να επιτευχθεί με την εμφύτευση τεμαχίων χρυσού στο άνω βλέφαρο. Πλεονέκτημα της μεθόδου αυτής αποτελεί η δυνατότητα χρήσης προοδευτικά μεγαλύτερου βάρους για την επίτευξη καλύτερης σύγκλεισης και η δυνατότητα αφαίρεσης σε περίπτωση βελτίωσης της παράλυσης του νεύρου. Επιπλοκές, συμπεριλαμβανομένων των λοιμώξεων και της αλλεργίας, έχουν σπάνια αναφερθεί, ενώ χρήση βάρους  ≤1,5 g δεν προκαλεί αδυναμία του ανελκτήρα του βλεφάρου και βλεφαρόπτωση. Άλλες μέθοδοι αφορούν στη χρήση τοξίνης του Botulinum τύπου Α (Botox) και την ταρσορραφή. Μειονεκτήματα των μεθόδων αυτών είναι η ανάγκη επανάληψης στην περίπτωση χρήσης τοξινών και το πτωχό λειτουργικό και αισθητικό αποτέλεσμα για την ταρσορραφή.
β) Κίνηση των μυών του προσώπου. Ποικιλία μεθόδων έχει αναπτυχθεί για την επίτευξη αποδεκτού αισθητικού και λειτουργικού αποτελέσματος σε ασθενείς που πάσχουν από παράλυση του προσωπικού νεύρου. Οι τεχνικές αυτές αφορούν στη συρραφή ή την αναστόμωση του νεύρου σε πρώτο χρόνο, την επανανεύρωση με τη χρήση ομόπλευρων νεύρων ή του αντίπλευρου προσωπικού νεύρου, την επανατοποθέτηση μαλακών ιστών και τη χρήση μυϊκών μοσχευμάτων.
Η μετάθεση νεύρων αφορά στη χρήση του υπογλώσσιου ή του παραπληρωματικού, με  τον  ασθενή να εκπαιδεύεται ώστε η χρήση του νεύρου να κινεί τους μυς του προσώπου. Oι μέθοδοι αυτές επιβάλλουν μακρόχρονη μετεγχειρητική πορεία και απώλεια ελέγχου μιας πρώην φυσιολογικής περιοχής. Η χρήση του αντίπλευρου προσωπικού νεύρου πλεονεκτεί όσον αφορά στη συμμετρική κίνηση του προσώπου συγκριτικά με τη χρήση άλλων νεύρων. Η επανατοποθέτηση μαλακών ιστών βοηθά στην αντιμετώπιση της βλεφαρόπτωσης και στη χαλάρωση της μέσης μοίρας του προσώπου.
Η χρήση μυϊκών μοσχευμάτων αποτελεί μέθοδο που βρίσκει εφαρμογή σε περίπτωση απώλειας των νευρικών ινών του προσωπικού νεύρου ή μεγάλων ελλειμμάτων στην περιοχή της παρειάς ή σε αποτυχία άλλων μεθόδων. Η νευρική αναστόμωση γίνεται με το εγγύς άκρο του προσβεβλημένου προσωπικού νεύρου ή κλάδους του αντίπλευρου προσωπικού νεύρου.
Βιβλιογραφία:
1)"Seventh cranial neuropathy", Gilchrist JM, Semin Neurol. 2009 Feb;29(1): 5-13.
2)"Bell's Palsy and Herpes Zoster Oticus", Morrow MJ, Curr Treat Options Neurol. 2000 Sep;2(5):407-416.
3)"Intratemporal facial nerve schwannoma: clinical presentation and management", Lahlou G, at all, Eur Arch Otorhinolaryngol. 2015 Dec 16.
4)"Imaging of facial nerve schwannomas: diagnostic pearls and potential pitfalls", Mundada P, Diagn Interv Radiol. 2016 Jan-Feb;22(1):40-6.
5)"Facial nerve schwannoma arising from the cerebellopontine angle", Amano T, Neurol Med Chir (Tokyo). 2013;53(4):242-4.
6)"Literature study on clinical treatment of facial paralysis in the last 20 years using Web of Science: Comparison between rehabilitation, physiotherapy and acupuncture", Zhang X, Neural Regen Res. 2012 Jan 15;7(2):152-9. 
7)"Evolution of Patients With Immediate Complete Facial Paralysis Secondary to Acoustic Neuroma Surgery" Pardo-Maza A, Ann Otol Rhinol Laryngol. 2015 Dec 30.