Σύνδρομο Baastrup.

Η νόσος περιγράφηκε ως κλινικό σύνδρομο και ακτινολογική οντότητα το 1933 από τον Δανό ιατρό Christian Baastrup αν και αναφορές για αυτήν υπάρχουν από νωρίτερα. To σύνδρομο Baastrup  ή σύνδρομο επώδυνου φιλιού της σπονδυλικής στήλης είναι μια σχετικά κοινή ιατρική κατάσταση της σπονδυλικής στήλης, όπου οι ακανθώδεις αποφύσεις δύο γειτονικών σπονδύλων έρχονται σε επαφή μεταξύ τους με αποτέλεσμα πόνο στην πλάτη.
Η αιτιοπαθογένεια της νόσου θεωρείται πως οφείλεται σε γενικές εκφυλιστικές αλλοιώσεις της σπονδυλικής στήλης. Συνήθως υπάρχει μια υπερβολική λόρδωση με αποτέλεσμα την μηχανική πίεση των μεσάκανθιων συνδέσμων με επακόλουθο την εκφύλισή τους. Έτσι, οι διπλανές ακανθώδεις αποφύσεις έρχονται σε επαφή και κατά τη διάρκεια επαναλαμβανόμενων κινήσεων διάτμησης υπάρχει περαιτέρω φλεγμονώδης αντίδραση αυτών. Επιπλέον, αυτές οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις διάτμησης των ακανθωδών αποφύσεων οδηγεί σε επιπλέον αρχιτεκτονική παραμόρφωση των αποφύσεων και των μεταξύ τους συνδέσμων, που μπορεί να φτάσει μέχρις σχηματισμού κύστεων στις αντιτιθέμενες επιφάνειες και οστεοφυτικών γεφύρων. Οι παθοφυσιολογικές αλλαγές στη νόσο Baastrup στις περισσότερες περιπτώσεις συμβαίνουν σε συνδυασμό με άλλες εκφυλιστικές αλλοιώσεις, όπως η απώλεια ύψους του δίσκου, η σπονδυλολίσθηση και η σπονδύλωση με σχηματισμό οστεοφύτων. Ωστόσο, στη βιβλιογραφία υπάρχουν αναφορές ασθενών με νόσου Baastrup απουσία των προαναφερθέντων παραγόντων.
Η νόσος Baastrup επηρεάζει συνήθως την οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης και συνηθέστερα στο διάστημα Ο4Ο5. Όσον αφορά την συχνότητα της νόσου Baastrup του, οι μελέτες δείχνουν μια αύξηση με την ηλικία με μεγαλύτερη παρουσία στις ηλικίες άνω των 70 και καμία προτίμηση μεταξύ των φύλων.
Οι ασθενείς αναφέρουν πόνο μέσης γραμμής που μπορεί να ακτινοβολεί κεφαλικά και το ουραία αλλά όχι πλευρικά και έσω. Ο πόνος που οφείλεται στη νόσο Baastrup του επιδεινώνεται κατά τη διάρκεια της έκτασης της σπονδυλικής στήλης και ανακουφίζεται χαρακτηριστικά κατά την κάμψη. Ο πόνος μπορεί να αναπαραχθεί κατά την κλινική εξέταση μετά από πίεση των δακτύλων του εξετάζοντος  στο επίπεδο της παθολογικής προσβολής του συνδέσμου του ασθενούς. Σπάνια, εκτός από τον πόνο μπορεί να συνυπάρχει νευρογενής χωλότητα, εύρημα το οποίο συνδέεται με την επέκταση της νόσου εντός του σπονδυλικού σωλήνα (π.χ. ως οστεοφυτική προβολή). Με την υποψία της νόσου, η διάγνωση γίνεται με τις σύγχρονες μελέτες απεικόνισης (ακτινογραφίες της σπονδυλικής στήλης, αξονική τομογραφία [CT], μαγνητική τομογραφία [MRI] και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων [PET-CT]).
Οι ενδεδειγμένες θεραπείες περιλαμβάνουν την μακροχρόνια συντηρητική αντιμετώπιση με την χρήσ αναλγητικών και μη στεροειδών αντι-φλεγμονωδών φαρμάκων, την διαδερμική διηθήση με μακράς δράσης κορτικοστεροειδή σε συνδυασμό με τοπικό αναισθητικό ή τις ριζικές χειρουργικές θεραπείες, όπως μερική ή ολική εκτομή των προσβεβλημένων ακανθωδών αποφύσεων. Η χειρουργική επέμβαση δεν παρέχει πάντα ικανοποιητικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με μια τελευταία έρευνα που διεξήχθη σε ασθενείς της νόσου του Baastrup, οι ερευνητές αποκάλυψαν ότι μόνο 11 ασθενείς από τους 64 ήταν απόλυτα ικανοποιημένοι με τη χειρουργική επέμβαση, ενώ οι υπόλοιποι 53 είχαν αναπτύξει πόνο και πάλι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό μπορεί να οφείλεται ότι η βασική αιτία αυτής της κατάστασης μπορεί να διαφέρει από ασθενή σε ασθενή. Για παράδειγμα, ο πόνος της νόσου Baastrup που προκαλείται από οσφυϊκή σπονδύλωση δεν απαλλάσσεται από τη χειρουργική επέμβαση.
Η φυσικοθεραπεία θεωρείται ως ένα σημαντικό πρωτόκολλο θεραπείας για τη νόσο του Baastrup καθώς αυτή βοηθά στην ανάκτηση της ελαστικότητας των παρασπονδυλικών μυών και στην αύξηση της αντοχής τους. Βελτιώνει επίσης τις νευρομυϊκές ζημίες που προκαλούνται από τη νόσο.