Οι Κύστεις Rathke είναι καλοήθεις, κυστικές εξεργασίες του εγκεφάλου, συγγενούς προέλευσης. Συχνότερα εντοπίζονται μέσα στο τουρκικό εφίππιο, αλλά είναι δυνατόν να εντοπιστούν και υπερεφιππιακά. Πιστεύεται ότι προέρχονται από εμβρυικά υπολείμματα του θύλακα Rathke. Πρώτη φορά το 1913, ο Goldzieher περιέγραψε την πρώτη περίπτωση Κύστης του Rathke σε νεκροτομικό εύρημα. Σήμερα χάρη στην έλευση της υπολογιστικής (CT) και της μαγνητικής τομογραφίας (MRI) αποτελούν αρκετά συχνό εύρημα (11-22%). Μολονότι το υποκείμενο υπόστρωμα ανάπτυξής τους είναι συγγενές, φαίνεται πως το μέγεθός τους διευρύνεται κατά τη διάρκεια της ζωής, για αυτό και ενώ είναι σπάνια στην παιδική ηλικία, αποτελούν συχνό εύρημα στους ενήλικες. Υπάρχει μια σαφή επικράτηση στις γυναίκες, με μια αναλογία αντρών/γυναικών περίπου 2:1.
Η πιο κοινή θεωρία για την προέλευσή τους είναι ότι προέρχονται από εμβρυολογικά απομεινάρια του θύλακα Rathke. Κατά την 24η ημέρα της εμβρυϊκής ζωής, ο θύλακας Rathke προκύπτει ως εγκόλπωµα του ραχιαίου τοιχώµατος του αρχέγονου στόµατος και είναι επενδεδυμένος με επιθηλιακά κύτταρα εκτοδερμικής προέλευσης. Περίπου την ίδια ώρα, εμφανίζεται και µια µικρή προς τα κάτω προσεκβολή του εδάφους του διεγκεφάλου, που καλείται χοάνη (infundibulum). Περίπου την πέμπτη εβδομάδα, ο θύλακας Rathke έρχεται σε επαφή με την χοάνη, και κατά την έκτη εβδομάδα, ο θύλακας Rathke χωρίζει από το επιθήλιο του στόματος με μια σύσφιξη. Έτσι σχηματίζεται η υπόφυση η οποία αποτελείται στην πραγματικότητα από δύο αδένες, την νευροϋπόφυση/οπίθιος λοβός ( που προέρχεται από την χοάνη του διεγκεφάλου) και την αδενοϋπόφυση/πρόσθιος λοβός (που προέρχεται από τον θύλακα Rathke). Αν παραμείνει ανοικτή σε κάποιο σημείο η σχισμή του θύλακα του Rathke τότε μπορεί να διευρυνθεί σε μέγεθος και να σχηματίσει μια κύστη.
Παθολογοανατομικά, το μέγεθος της κύστης μπορεί να ποικίλει από 2 έως και 40 mm. Το τοίχωμα της συνήθως είναι λεπτό και διαφανές, ενώ το υγρό της συνήθως είναι παχύρρευστο ή ζελατινώδες, κιτρινωπής απόχρωσης. Κατά την ιστολογική εξέταση, οι κύστεις συνήθως αποτελούνται από αγγειούμενο στρώμα συνδετικού ιστού που επενδύεται εσωτερικά από στοιβάδα βλεφαριδωτού επιθηλίου και καλυκοειδή κύτταρα.
Συχνότερα εντοπίζονται εντός του τουρκικού εφιππίου. Είναι δυνατόν όμως να εντοπιστούν και να επεκταθούν και στην υπεριφιππιακή δεξαμενή.
Συχνότερα εντοπίζονται εντός του τουρκικού εφιππίου. Είναι δυνατόν όμως να εντοπιστούν και να επεκταθούν και στην υπεριφιππιακή δεξαμενή.
Συνηθέστερα δεν προκαλούν συμπτώματα και έτσι συνήθως ανακαλύπτονται τυχαία. Οι περισσότερες κύστεις είναι μικρότερες των 2 cm σε διάμετρο. Συμπτωματικές Κύστεις Rathke είναι γενικά ασυνήθιστες, αλλά μπορεί να διευρυνθούν σε μέγεθος σε βάθος του χρόνου και να προκαλέσουν συμπτώματα δευτερογενή λόγω συμπίεσης του αδένα της υπόφυσης, του οπτικού χιάσματος, ή του υποθαλάμου. Έτσι μπορούν να προκαλέσουν υποφυσιακή ανεπάρκεια και διαταραχές των οπτικών πεδίων. Συχνό σύμπτωμα είναι η κεφαλαλγία. Οι νεότεροι ασθενείς, ηλικίας 4-22 ετών, έχουν ενδείξεις υποϋποφυσισμού από νεαρή ηλικία, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της ανάπτυξης. Το δεύτερο πιο κοινό σύμπτωμα είναι η οπτική διαταραχή, η οποία αφορά ελαττώματα του οπτικού πεδίου που προκύπτουν από χιασματική συμπίεση. Άλλα ασυνήθιστα συμπτώματα σχετίζονται με αποπληξία της υπόφυσης, υποφυσίτιδα, γιγαντιαία ανάπτυξη της κύστης, άσηπτη μηνιγγίτιδα, ενδοκυστικό απόστημα, σφηνοειδίτιδα, και σύνδρομο κενού τουρκικού εφίππιου.
Αν οι κύστεις είναι συμπτωματικές η αντιμετώπισή τους είναι πάντα και μόνο χειρουργική. Οι μη συμπτωματικές κύστεις χρήζουν παρακολούθησης.