Αραχνοειδής Κύστη.

Οι αραχνοειδείς κύστεις αποτελούν τον πιο συχνό τύπο εγκεφαλικών κύστεων. Αφορούν συγγενείς βλάβες που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της διαίρεσης της αραχνοειδούς μήνιγγας. Η αραχνοειδής μήνιγγα είναι μια λεπτότατη μεμβράνη γύρω από τον εγκέφαλο – εξ’ ου και το όνομά της, σαν τον ιστό της αράχνης. Σε ορισμένους ανθρώπους η μεμβράνη αναδιπλώνεται και σχηματίζει μια κύστη που περιέχει εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Συνεπώς οι αραχνοειδείς κύστεις δεν είναι όγκοι αλλά κοιλότητες που πληρούνται από υγρό και πολύ σπάνια θα δώσουν συμπτώματα.
Οι περισσότερες περιπτώσεις αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ως τυχαίο εύρημα σε μια αξονική τομογραφία που γίνεται για άλλο λόγο. Σε σπάνιες περιπτώσεις η αραχνοειδής κύστη είναι τόσο μεγάλη ώστε να πιέζει τον εγκέφαλο και να προκαλεί συμπτωματολογία. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει μέχρι την μέση ηλικία.
Οι αραχνοειδείς κύστεις παρατηρούνται σε ποσοστό 1,1% του πληθυσμού, με κατανομή 2:1 άνδρες:γυναίκες. Μόνο όμως το 20% από αυτούς έχουν συμπτώματα  αφορούντα την κύστη. Η επίπτωσή τους αναφέρεται σε ιστοπαθολογικές µελέτες να ποικίλει από 0.1 έως 0.7% όλων των ενδοκρανιακών χωροκατακτητικών βλαβών.
Η ακριβής αιτία των αραχνοειδών κύστεων δεν είναι γνωστή. Οι ερευνητές πιστεύουν ότι οι περισσότερες περιπτώσεις είναι αναπτυξιακές δυσμορφίες που προκύπτουν από την ανεξήγητη διάσπαση ή απόσχιση από την αραχνοειδή μεμβράνη.Οι περισσότερες περιπτώσεις αντιπροσωπεύουν συγγενείς βλάβες (πρωτοπαθείς αραχνοειδείς κύστεις) προερχόµενες από διαταραχές στη ροή του εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην πρώιµη φάση σχηµατισµού του υπαραχνοειδούς χώρου. Οι συγγενείς αραχνοειδείς κύστεις συνήθως βρίσκονται στη σχισµή του Silvius και ταξινοµούνται σε τρεις οµάδες κατά Galassi αναλόγως του µεγέθους τους και της σχέσης τους µε τη σχισµή του Sylvius. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αραχνοειδείς  κύστεις που αφορούν στο μέσο βόθρο συνοδεύονται από υπανάπτυξη (υποπλασία) ή συμπίεση του κροταφικού λοβού.
Υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις, όπου κληρονομικές διαταραχές σχετίζονται με αραχνοειδείς κύστεις. Οι αραχνοειδείς κύστεις μπορεί επίσης να εμφανιστούν ως απότοκος άλλων διαταραχών, όπως το σύνδρομο Marfan, η αραχνοειδίτιδα, ή η αγενεσία του μεσολοβίου.
Οι δευτεροπαθείς αραχνοειδείς κύστεις µπορεί να αναπτυχθούν σε µεταβολικά νοσήµατα του εγκεφάλου, µετά από κάκωση κεφαλής, ή ως επακόλουθο µηνιγγίτιδας, χωροκατακτητικής εξεργασίας του εγκεφάλου ή αιµορραγίας, ή ακόµη και ιατρογενώς µετά από νευροχειρουργικές επεµβάσεις ή από υπέρµετρη παροχέτευση εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Αν και µπορεί να δηµιουργηθούν σε οποιαδήποτε θέση υπάρχει αραχνοειδής µήνιγγα, εµφανίζονται πιο συχνά στην επιφάνεια του εγκεφάλου στο επίπεδο των κύριων εγκεφαλικών σχισµών. Περίπου οι µισές από τις αραχνοειδείς κύστεις ανευρίσκονται στο µέσο κρανιακό βόθρο.
Τα κλινικά συμπτώματα της αραχνοειδούς κύστης του εγκεφάλου εμφανίζονται σε περίπου 20% των περιπτώσεων, πολύ συχνά σε ασθενείς ηλικίας κάτω των 20 ετών. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, οι περισσότεροι ασθενείς δεν εμφανίζουν εμφανή συμπτώματα. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την εντόπιση και το μέγεθος της κύστης.
Επιπλοκές μπορεί να συμβούν όταν μια κύστη έχει υποστεί βλάβη λόγω τραύματος στο κεφάλι. Το τραύμα μπορεί να κάνει το υγρό από μια κύστη να διαρρεύσει στον υπαραχνοειδή χώρο. Τα αιμοφόρα αγγεία μπορεί να αιμορραγήσουν στην κύστη (ενδοκυστική αιμορραγία), με συμπτώματα της αυξημένης πίεσης μέσα στο κρανίο και σημεία  συμπίεσης των γύρω ιστών.
Οι περισσότερες κύστεις που θα εκδηλώσουν κλινική σημειολογία, εντοπίζονται χρονικά νωρίς στην παιδική ηλικία. Τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση της κύστης, αν και μικρές κύστεις συνήθως δεν έχουν συμπτώματα και σπάνια αυξάνουν σε μέγεθος.
Σε μεγάλες κύστεις μπορεί να εμφανιστούν τα εξής συμπτώματα:
-Κρανιακή παραμόρφωση ή μακροκεφαλία (διεύρυνση του κεφαλιού), ιδιαίτερα σε παιδιά.
-Οι κύστεις στην περιοχή υπερεφιππίου στα παιδιά επιπλέουν και κουνώντας το κεφάλι εμφανίζεται το σημείο bobble-head ή σύνδρομο της κούκλας.
-Οι κύστεις στον αριστερό μέσο κρανιακό βόθρο έχουν συσχετιστεί με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής σε μια μελέτη.
-Πονοκέφαλος.  Οι αραχνοειδείς κύστεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 2,6% των ασθενών σε ασθενείς με ημικρανίες και οι κύστεις βρίσκονται στην κροταφική περιοχή στο 75% αυτών των περιπτώσεων.
-Επιληψίες.
-Υδροκεφαλία (η υπερβολική συσσώρευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού).
-Αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση.
-Αναπτυξιακή καθυστέρηση.
-Αλλαγές στη συμπεριφορά.
-Ναυτία.
-Ημιπάρεση (αδυναμία ή παράλυση στη μία πλευρά του σώματος).
-Αταξία (έλλειψη ελέγχου των μυών).
-Παραισθησίες.
-Προγεροντική άνοια, μια κατάσταση που συνήθως σχετίζεται με τη νόσο του Alzheimer.
-Σε ηλικιωμένους ασθενείς (άνω των 65 ετών), τα συμπτώματα είναι παρόμοια με το χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα ή τον υδροκέφαλο φυσιολογικής πίεσης.
-Άνοια.
-Ακράτεια ούρων.
-Ημιπάρεση.
-Ειδικά συμπτώματα ανάλογα με την τοποθεσία.
-Μια αραχνοειδής κύστη μπορεί να μιμηθεί τη νόσο του Menier.
-Οι μετωπιαίες  αραχνοειδείς κύστεις έχουν συσχετιστεί με την κατάθλιψη.
-Οι κύστεις στο αριστερό κροταφικό λοβό έχουν συσχετιστεί με ψύχωση
-Μια αριστερή μετωπιαία κύστη πιο συγκεκριμένα μπορεί να έχει  συμπτώματα της αλεξιθυμίας.
-Ένας ασθενής με μια κύστη στον αριστερό μέσο κρανιακό βόθρο έχει ακουστικές ψευδαισθήσεις.
-Οι ασθενείς με κύστεις στον αριστερό κροταφικό λοβό μπορεί να έχουν διαταραχές της διάθεσης παρόμοιες με μανιοκατάθλιψη (διπολική διαταραχή) και επιθετικότητα.
Η αξονική τομογραφία (CT) είναι πλέον κατάλληλη για την διάγνωση των αραχνοειδών κύστεων, αλλά καλλίτερη είναι η Μαγνητική (MRI). Συχνά, οι αραχνοειδείς κύστεις είναι τυχαία ευρήματα στις μαγνητικές τομογραφίες που γίνονται για άλλους ιατρικούς λόγους.
Πρόσθετα κλινικά εργαλεία αξιολόγησης μπορούν να είναι χρήσιμα για την αξιολόγηση ενός ασθενούς με αραχνοειδείς κύστεις, όπως το μίνι-Mental State Examination (MMSE), που είναι ένα σύντομο ερωτηματολόγιο για την εκτίμηση της νόησης.
Οι περισσότερες αραχνοειδείς κύστεις είναι ασυμπτωματικές και δεν απαιτείται θεραπεία. Μια αραχνοειδής κύστη που βρέθηκε ως τυχαίο εύρημα σε μια αξονική τομογραφία και δεν προκαλεί συμπτώματα δεν χρειάζεται αντιμετώπιση, παρά μόνο παρακολούθηση. 
Η θεραπεία μπορεί να είναι απαραίτητη όταν οι αραχνοειδείς κύστεις είναι συμπτωματικές.
Μία ποικιλία μεθόδων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποσυμπίεση  της κύστης, αλλά οι πλέον ενδεδειγμένες είναι δύο:
-η εσωτερική παροχέτευση προς την περιτοναϊκή κοιλότητα (cystoperitoneal shunt) με σκοπό την παροχέτευση του ΕΝΥ.
-η εκτομή  της κάψας της κύστης και η παροχέτευσή της προς τον υπαραχνοειδή χώρο (fenestration).
Η φαρμακευτική θεραπεία μπορεί να αντιμετωπίσει ειδικά συμπτώματα όπως είναι οι επιληπτικές κρίσεις ή ο πονοκέφαλος.