Οστεοειδές οστέωμα κρανίου.

Το οστεοειδές οστέωμα είναι σχετικά συχνός καλοήθης επώδυνος οστεοπαραγωγός όγκος που κλασικά, προκαλεί νυχτερινό πόνο και που ανακουφίζεται με τη χρήση σαλικυλικών, π.χ. ασπιρίνη. Το οστεοειδές οστέωμα αποτελεί το 12.1% των καλοήθων όγκων και το 2.9% όλων των όγκων. Είναι ασυνήθιστο στους Μαύρους και παρατηρείται συχνότερα στους άρρενες, παρά στις θήλεις, σε αναλογία 2:1.
Το οστεοειδές οστέωμα αφορά συνήθως σε άτομα ηλικίας 5-56 ετών. Είναι ασυνήθιστο πριν από το 5ο έτος της ηλικίας ή σε ενήλικες ηλικίας >40 ετών, αν και έχει αναφερθεί σε ένα βρέφος ηλικίας 8 μηνών (Haberman E and Stern RE, 1974). Τα ¾ των ασθενών είναι ηλικίας 10-30 ετών και >90% των ασθενών, ηλικίας 5-25 ετών. Tα οστεοειδή οστεώματα μπορεί να είναι μονήρη ή πολυεστιακά, ενδαρθρικά ή εξω-αρθρικά. Παρατηρούνται συχνότερα (73%) στις μεταφύσεις ή διαφύσεις των μακρών οστών. Τυπικά, εντοπίζονται στα κάτω άκρα (50%) (κυρίως άνω πέρας μηριαίου, αυχένας και μείζονας τροχαντήρας, άνω πέρας κνήμης), στην σπονδυλική στήλη (πέταλα, ζυγοαποφυσιακές αρθρώσεις, ακανθώδεις αποφύσεις) (10-14%), χέρια (8%), πόδια (4%), πλευρές, κλείδες, στέρνο, κρανίο, αλλά και σε οποιοδήποτε οστούν. Σε μερικές περιπτώσεις είναι πολλαπλά και εντοπίζονται σε ένα ή περισσότερα οστά και σε ορισμένες περιπτώσεις σχετίζονται με κληρονομικότητα. 
Το πρωϊμότερο κλινικό σύμπτωμα του οστεοειδούς οστεώματος είναι ο επίμονος ή επεισοδιακός πόνος, βύθιος και διατιτραίνων, ποικίλης έντασης. Σπάνια, το οστεοειδές οστέωμα είναι ανώδυνο ή συνοδεύεται από άτυπα επώδυνα σύνδρομα. 
Ο πόνος έχει τους εξής χαρακτήρες:
*Επιδεινώνεται με τις δραστηριότητες και συχνά στη διάρκεια της νύχτας, ενώ υποχωρεί τις πρωινές ώρες.
*Εντοπίζεται τυπικά στην περιοχή της αλλοίωσης.
*Χαρακτηριστικά και κατά κανόνα υποχωρεί θεαματικά με μικρές δόσεις ασπιρίνης και λιγότερο με άλλα ΜΣΑΦ ή αναλγητικά.
*Μερικές φορές εκλύεται με την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών.
Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος, τις περισσότερες φορές, αναγνωρίζει την βλάβη, με χαρακτηριστική εικόνα τη εμφάνιση σκληρυντικής εστίας με κεντρική παρουσία διαύγασης. Σε ποσοστό όμως που φθάνει και το 25%, είναι δυνατόν η ακτινολογική απεικόνιση να μην είναι χαρακτηριστική της παθολογίας, και απαιτείται περαιτέρω έλεγχος. Το σπινθηρογράφημα των οστών που χρησιμοποιήθηκε πολύ στο παρελθόν, δεν έχει ιδιαίτερη διαγνωστική αξία καθώς είναι θετικό σε πολλές παθολογίες. Η αξονική τομογραφία δίδει σαφώς περισσότερες πληροφορίες, όμως τη διάγνωση τεκμηριώνει σχεδόν πλήρως η μαγνητική τομογραφία αιματώσεως (Perfusion  MRI), όπου αναδεικνύεται η χαρακτηριστική καμπύλη αιματώσεως της οστικής αυτής εξεργασίας.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η σκλήρυνση είναι αντιδραστική και δεν αντιπροσωπεύει την ίδια την αλλοίωση. Η φωλιά του όγκου- «πυρήνας» (nidus) είναι συνήθως λιγότερο από 2 εκατοστά σε διάμετρο, και είναι τυπικά ωοειδής. Αποτελεί μικρή κεντρική, ωοειδή, εντοπισμένη ακτινοδιαυγαστική εστία διαμέτρου μερικών χιλιοστών, με ασβεστοποιημένη κεντρική πυκνωτική περιοχή περιβαλλόμενη από στεφάνη από πυκνό αντιδραστικό οστούν, επεκτεινόμενη προς όλες τις κατευθύνσεις σε πάχος αρκετών εκατοστών. Απεικονίζεται συνήθως 6-12 μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων και είναι η ακτινολογική σφραγίδα του οστεοειδούς οστεώματος
Η  θεραπεία  του  οστεοειδούς  οστεώματος  είναι  η  αφαίρεσή  του. Η χειρουργική αφαίρεση πρέπει να είναι πλήρης, γιατί διαφορετικά η πιθανότητα υποτροπής είναι υψηλή. Καλό είναι διεγχειρητικά να ελέγχεται το αφαιρεθέν οστικό Τμήμα  ακτινολογικά, ή με αξονική τομογραφία για την  επιβεβαίωση της πλήρους αφαιρέσεως.