Τα Οξέα Επισκληρίδια Αιματώματα είναι τραυματικές αιμορραγίες μεταξύ της σκληρής μήνιγγας του εγκεφάλου και του υπερκείμενου οστού. Είναι συνήθως ραγδαία εξελισσόμενες, και αν δεν αντιμετωπιστούν άμεσα, καταλήγουν θανατηφόρες.
Προκαλούνται από τη ρήξη ενός αγγείου (αρτηρίας ή φλέβας) στον επισκληρίδιο χώρο, συνήθως εξαιτίας ενός κατάγματος του κρανίου. Ο θρόμβος που σχηματίζεται από το αίμα, αυξάνει σε μέγεθος λόγω της υδροστατικής πίεσης του αίματος από το ραγέν αγγείο, διαχωρίζοντας έτσι τη μήνιγγα από το οστό. Συνηθέστερα οφείλονται σε κατάγματα κροταφικού οστού που τραυματίζουν την μέση μηνιγγική αρτηρία. Σπανιότερα το αίμα είναι φλεβικής αιτιολογίας. Αποτελούν το 3% επί του συνόλου των Κρανιοεγκεφαλικών Κακώσεων και είναι πολύ σπάνια σε υπερήλικες και νεογνά (λόγω της ισχυρής προσκολλήσεως της σκληρής μήνιγγας στο οστό), με τους άντρες να είναι τετραπλάσιοι αναλογικά από τις γυναίκες τραυματίες.
Η νευρολογική εικόνα εξαρτάται από τη θέση, το μέγεθος και την εξελιξη του αιματώματος. Συνήθως οι τραυματίες με οξύ επισκληρίδιο αιμάτωμα γίνονται συμπτωματικοί εντός 24 ωρών από τον τραυματισμό τους (60-75% τις πρώτες 12 ώρες). Συχνά η νευρολογική τους κατάσταση επιδεινώνεται αιφνίδια. Σπάνια μπορεί η αύξηση του μεγέθους να είναι αργή και η εκδήλωση των συμπτωμάτων να εμφανιστεί μετά από ημέρες. Το «φωτεινό διάλειμμα» αποτελεί εκδήλωση συνηθέστερη στα επισκληρίδια αιματώματα (έως και σε 27% αυτών), αν και μπορεί να συμβεί και σε άλλες ενδοκρανιακές κακώσεις. Αναφέρεται σε μια αρχική σύντομη περίοδο απώλειας αισθήσεων που όμως ανακτώνται για μερικές ώρες και ακολουθείται από προοδευτική επιδείνωση του επιπέδου συνείδησης, και συνοδεύεται συχνά από ημιπάρεση. Συνήθως ο τραυματίας εμφανίζει έκπτωση επιπέδου συνείδησης, βυθίζεται προοδευτικά σε κώμα, εγκαθιστά ανισοκορία (διάνοιξη της κόρης του ματιού στην πλευρά του αιματώματος) και ετερόπλευρη ημιπληγία (αδυναμία κίνησης αντίπλευρου στο αιμάτωμα άνω και κάτω άκρου). Εάν η κατάσταση δεν αντιμετωπιστεί άμεσα με χειρουργική παρέμβαση, ο τραυματίας καταλήγει.
Η χειρουργική θεραπεία συνίσταται στην έγκαιρη κρανιοτομία, στην παροχέτευση του αιματώματος, και στην αναγνώριση και αντιμετώπιση του σημείου αιμορραγίας. Εφόσον το αιμάτωμα αντιμετωπιστεί έγκαιρα το αποτέλεσμα είναι άριστο και ο ασθενής αναρρώνει πλήρως. Αν όμως καθυστερήσει η διάγνωση και η θεραπεία και εγκατασταθούν σημεία πίεσης του εγκεφαλικού στελέχους τότε αυξάνεται σημαντικά η θνητότητα και η νοσηρότητα. Η τελική πρόγνωση εξαρτάται από την αρχική νευρολογική κατάσταση του τραυματία και την παρουσία συνοδών κακώσεων. Η θνητότητα ανέρχεται σε 20-55% με υψηλότερα ποσοστά σε γηραιότερους ασθενείς, ενώ πέφτει σε 5-10% με πρώιμη διάγνωση και αντιμετώπιση εντός των πρώτων ωρών.